Οι τράπεζες δεν είναι σε θέση να καταγράψουν γεωπολιτικούς κινδύνους σε ένα πλήρως και επικυρωμένο στατιστικό μοντέλο – απλώς και μόνο επειδή τα δεδομένα δεν υπάρχουν. «Και αυτό είναι απίθανο να αλλάξει σύντομα», σύμφωνα με τη Sharon Donnery, μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από το βήμα του Credit Management Summit 2025 στο Μιλάνο, και ενώ η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις δραματικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή με τους φόβους γενικευμένης σύγκρουσης να αυξάνονται, η αξιωματούχος της ΕΚΤ κάλεσε τις τράπεζες να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση λόγω της αβεβαιότητας στο μακροοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, αλλά και να παραμένουν ευέλικτες και να κοιτούν μπροστά για να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κινδύνους.
«Το τρέχον γεωπολιτικό περιβάλλον προσθέτει ένα νέο επίπεδο αβεβαιότητας και αποτελεί πηγή καθοδικού κινδύνου στις προοπτικές. Οι αυξανόμενες εντάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας θέτουν επίσης κινδύνους για τις τράπεζες με σημαντικά ανοίγματα σε βιομηχανίες με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η μεταποίηση. Τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, οι οποίοι εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο εκτός ΕΕ, έχουν ήδη δει μείωση της κερδοφορίας που μπορεί να διαβρώσει την ποιότητα της εταιρικής πίστωσης. Σε ένα δυσμενές σενάριο, αυτές οι πιέσεις θα μπορούσαν να επεκταθούν στα χαρτοφυλάκια δανείων των νοικοκυριών, καθώς οι απολύσεις στις πληγείσες βιομηχανίες αποδυναμώνουν το καταναλωτικό κλίμα και την ικανότητα αποπληρωμής των δανειοληπτών.»
Ανησυχία για τον τουρισμό
Στην περίπτωση της χώρας μας, ανησυχία υπάρχει για την πορεία του τουρισμού, καθώς μια παρατεταμένη κρίση στη Μέση Ανατολή – πολύ δε μάλλον γενίκευση της σύγκρουσης – θα έχει αρνητικό αποτύπωμα. Εκτός από τους επισκέπτες από το Ισραήλ – για φέτος αναμένονται περί τις 800.000 – ανησυχία υπάρχει και για ακυρώσεις από ΗΠΑ, Κίνα και άλλους μακρινούς προορισμούς.
Η Donnery υπογράμμισε ότι τα επισφαλή δάνεια συχνά χορηγούνται σε καλές εποχές, επομένως τα ισχυρά πλαίσια αξιολόγησης πιστώσεων είναι εξαιρετικά σημαντικά. «Με απλά λόγια: οι καλοί τραπεζίτες θα πρέπει να θυμούνται τα μαθήματα των δύσκολων καιρών, ακόμα και όταν ο ουρανός είναι καθαρός και ο ήλιος λάμπει», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στην αξιολόγηση του τρέχοντος τοπίου πιστωτικού κινδύνου, υπογράμμισε ότι η συνολική ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών υπό ευρωπαϊκή εποπτεία παραμένει ισχυρή. Ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ακόμα και από μια μικρή άνοδο το 2024.
Σημειώνεται ότι στο τέλος του 2024 ο σχετικός δείκτης για τα 109 συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στον SSM διαμορφώθηκε σε 2,28%, με ποσοστό κάλυψης 39,6%, ενώ στις τέσσερις ελληνικές τράπεζες ο δείκτης «κόκκινων» δανείων ήταν 3,35% (6 δισ. ευρώ) με δείκτη κάλυψης 48,5%. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα του α’ τριμήνου, το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχει υποχωρήσει στα 5,1 δισ. ευρώ και ο δείκτης NPE στο 2,77%.
Φόβοι για τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια
Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες με ιστορικά χαμηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρατηρείται –όπως σημείωσε η Donnery– μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και δανείων του σταδίου 2 (stage 2), η οποία χρήζει στενότερης εξέτασης.
Ταυτόχρονα, οι χώρες της ζώνης του ευρώ που αντιμετώπισαν σημαντικές προκλήσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης δημόσιου χρέους έχουν σημειώσει εντυπωσιακά βήματα, μειώνοντας με επιτυχία τα μακροχρόνια αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων τους μέσω πειθαρχημένων στρατηγικών διάθεσης. Μια λεπτή και λεπτομερής προσέγγιση στη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου είναι απαραίτητη για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση θυλάκων ευπάθειας που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του SSM (Μάρτιος 2025), στο τέλος του 2024 τα δάνεια του stage 2 – αυτά δηλαδή που εξυπηρετούνται κανονικά αλλά έχουν αυξημένο κίνδυνο στην αποπληρωμή τους – αυξήθηκαν σε 9,93% (από 9,74% το προηγούμενο τρίμηνο), καταδεικνύοντας ότι αυξάνονται τα δάνεια που εισέρχονται στην επικίνδυνη ζώνη.
Και αυτό αφορά κυρίως τα νοικοκυριά, καθώς τα δάνεια stage 2 αυξήθηκαν στο 9,64% το τελευταίο τρίμηνο του 2024 από 9,18% το γ’ τρίμηνο του 2024, ενώ τα αντίστοιχα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκαν στο 13,93% από 14,03%.
Στην Ελλάδα, τα δάνεια Stage 2 ήταν στο 7,5% στο τέλος του 2024, έναντι 9,61% στο τέλος του 2023 και 13,77% το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Στην κατάταξη, η Ελλάδα βρίσκεται στη 13η θέση μεταξύ των 16 χωρών (δεν υπάρχουν στοιχεία για Βουλγαρία, Κύπρο, Κροατία, Μάλτα), με τη Γερμανία να βρίσκεται στην κορυφή με 15,3% και να ακολουθούν η Αυστρία με 13,4%, το Λουξεμβούργο με 11,2% και η Πορτογαλία με 11,1%, ενώ η Λιθουανία έχει το χαμηλότερο ποσοστό επίφοβων δανείων, 5,2%.
→ Διαβάστε επίσης: Optima Bank: Υπερκαλύφθηκε 10 φορές το ομόλογο - Στο 5,5% το επιτόκιο
Επικέντρωση στη σταθερότητα και τις αντοχές του τραπεζικού τομέα
«Η ορθή αξιολόγηση πιστώσεων δεν είναι απλώς μια κανονιστική υποχρέωση. Είναι ακρογωνιαίος λίθος της μακροπρόθεσμης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τα επισφαλή δάνεια χορηγούνται σε καλές εποχές», υπογράμμισε η Donnery, σημειώνοντας ότι ο τραπεζικός τομέας έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο από το 2014, χάρη στις συλλογικές προσπάθειες που έχουν καταβάλει οι τράπεζες, οι εποπτικές αρχές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής για την ενίσχυση των ισολογισμών και τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Κατά την έναρξη της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ τον Νοέμβριο του 2014, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα σημαντικά (συστημικά) πιστωτικά ιδρύματα ανέρχονταν σε περίπου 1 τρις ευρώ. Αφού έφτασε στο χαμηλό των 340 δισεκατομμυρίων ευρώ στα μέσα του 2023, ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξάνεται σταδιακά και σήμερα ανέρχεται σε 357 δισεκατομμύρια ευρώ.