Όταν ο Φρίντριχ Μερτς προειδοποίησε αυτό το μήνα τους νέους Γερμανούς μέσω YouTube να μην βασίζονται μόνο στις δημόσιες συντάξεις, αλλά να επενδύουν τακτικά μικρά ποσά στη χρηματιστηριακή αγορά, προκάλεσε έντονη αντίδραση από τα συνδικάτα.
Το ισχυρό συνδικάτο μεταλλωρύχων IG Metall χαρακτήρισε την άποψη του Γερμανού καγκελάριου «εκτός πραγματικότητας και επικίνδυνη». Αντί να προωθεί τα μερίδια ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, θα έπρεπε να ενισχύσει το δυσχερές σύστημα δημόσιας σύνταξης της χώρας, ανέφερε.
Το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα, που ιδρύθηκε το 1889 από τον καγκελάριο Ότο φον Μπίσμαρκ, έχει επιβιώσει μέσα από πολέμους και κρίσεις, αλλά πλέον αντιμετωπίζει μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση καθώς το εργατικό δυναμικό γερνά και συρρικνώνεται.
Μέχρι το 2036, 19,5 εκατομμύρια από τους «baby boomers» της Γερμανίας θα έχουν συνταξιοδοτηθεί, ενώ μόλις 12,5 εκατομμύρια νέοι εργαζόμενοι θα έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικής Έρευνας της Κολωνίας (IW).
Αυτό θα οδηγήσει σε μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 9%. Το 2040, 100 εργαζόμενοι θα πρέπει να στηρίξουν 41 συνταξιούχους, σε σχέση με 30 σήμερα, προβλέπει το IW.
Η κεντροαριστερή συμμαχία του Μερτς αποφεύγει τη θεμελιώδη αναθεώρηση του συστήματος δημόσιας σύνταξης, προσπαθώντας αντίθετα να ενθαρρύνει τα νοικοκυριά να στραφούν σε «ατομικούς, κεφαλαιοποιημένους και ιδιωτικά διαχειριζόμενους συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς» ως συμπλήρωμα των δημόσιων συντάξεων.
Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί μια νέα επιδότηση για παιδιά ηλικίας 6-18 ετών. Από το επόμενο έτος, οι γονείς θα μπορούν να ζητήσουν 10 ευρώ τον μήνα για να επενδύσουν σε ένα μηνιαίο σχέδιο αποταμίευσης μετοχών για λογαριασμό των παιδιών τους. Τα κεφάλαια θα είναι δεσμευμένα έως ότου τα παιδιά φτάσουν στην ηλικία συνταξιοδότησης.
Η γήρανση και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού αποτελεί πρόκληση για το δημόσιο συνταξιοδοτικό σύστημα της Γερμανίας. Οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ αντιμετωπίζουν παρόμοια δημογραφικά ζητήματα, με τα κράτη-μέλη να δαπανούν κατά μέσο όρο το 12% του ΑΕΠ τους σε δημόσια συστήματα και να αντιμετωπίζουν επίσης δημογραφική πτώση.
Η προσπάθεια του Μερτς να ενθαρρύνει τους νέους να επενδύσουν σε μετοχές αντικατοπτρίζει παρόμοιες πρωτοβουλίες σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, που προσπαθούν να κατευθύνουν τις συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις σε παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία, όπως υποδομές, ακίνητα και ιδιωτικά κεφάλαια.
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Κάθε χρόνο, περίπου το 25% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού — 117,9 δισ. ευρώ το 2024 — χρησιμοποιείται για να καλύψει τα ελλείμματα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σύμφωνα με τις τρέχουσες πολιτικές, το βάρος αυτό αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, προειδοποίησε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ελέγχου.
Το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων προειδοποίησε συχνά ότι το επίπεδο των συνταξιοδοτικών παροχών θα πρέπει να μειωθεί, «ενώ η εισφορά θα πρέπει να αυξηθεί δραστικά σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες».
Αυτή τη στιγμή, το 17% του ενήλικου πληθυσμού στη Γερμανία κατέχει μετοχές, επενδυτικά κεφάλαια ή αμοιβαία κεφάλαια, σε σύγκριση με το 39% στο Ηνωμένο Βασίλειο και το 62% στις ΗΠΑ. Αυτό αντικατοπτρίζει την μακροχρόνια υπόσχεση της κυβέρνησης ότι η δημόσια σύνταξη είναι «ασφαλής», ανέφερε ο Αντρέας Χάκεθαλ, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης.
Το υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι το σχέδιο των 10 ευρώ τον μήνα, γνωστό ως «σύνταξη νωρίς», είναι προτεραιότητα, αλλά παραμένει «σε στάδιο σχεδιασμού». Οι ετήσιες δαπάνες της επιδότησης εκτιμώνται γύρω από 1,5 δισ. ευρώ από το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
«Θέλουμε να εξοικειώσουμε την επόμενη γενιά με την κεφαλαιαγορά από νωρίς», δήλωσε ο Κάρστεν Λίνεμαν, γενικός γραμματέας του κόμματος CDU του Μερτς και στενός συνεργάτης του καγκελάριου. Το νέο σχέδιο με την πάροδο του χρόνου θα βοηθήσει επίσης στο «να μειωθεί η διαφορά στη δημόσια σύνταξη», πρόσθεσε.
Η επιδότηση των 10 ευρώ τον μήνα ήταν ιδέα της Ούλρικε Μαλμέντιερ, καθηγήτριας χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Μπέρκλεϊ και μέλος του Γερμανικού Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
«Αν επενδύσεις σε ένα ευρέως διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο και πάρεις μια προοπτική 30 ετών, οι καλές αποδόσεις είναι σχεδόν εγγυημένες», είπε σε συνέντευξή της στο Financial Times.
Αν και αυτό έχει αποδειχθεί από πολλές ακαδημαϊκές έρευνες, «πολλοί άνθρωποι στη Γερμανία απλά δεν το έχουν κατανοήσει», υποστήριξε η Μαλμέντιερ. «Ως καθηγήτρια χρηματοοικονομικών, μπορώ να το εξηγήσω θεωρητικά, αλλά είναι καλύτερο να το βιώσουν οι ίδιοι οι άνθρωποι».
Τα γερμανικά νοικοκυριά κατέχουν 9 τρισ. ευρώ σε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, εκ των οποίων το 37% είναι σε μετρητά και καταθέσεις χαμηλής απόδοσης, σύμφωνα με δεδομένα της Bundesbank.
Μια έρευνα τον Μάιο έδειξε ότι το 49% των Γερμανών προτιμούν χαμηλό κίνδυνο όταν επενδύουν, το 25% προτιμούν ευελιξία και μόνο το 14% υψηλές αποδόσεις.
«Για να κλείσουμε το χάσμα στις συντάξεις, χρειαζόμαστε υψηλές αποδόσεις 6-8% το χρόνο», δήλωσε ο Κρίστιαν Χέκερ, ιδρυτής του διαδικτυακού μεσίτη Trade Republic του Βερολίνου.
Υπολογίζοντας μέση ετήσια απόδοση 7%, η επιδότηση των 10 ευρώ το μήνα από την κυβέρνηση για κάθε παιδί ηλικίας 6-18 ετών θα μετατραπεί σε περίπου 2.200 ευρώ.
Χωρίς επιπλέον εισφορές, το ποσό αυτό θα μπορούσε να φτάσει περίπου 65.000 ευρώ στα χαρτιά τα επόμενα 50 χρόνια. Ωστόσο, ο Άλι Μασαρουά, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας συμβούλων πλούτου Envestor, προειδοποίησε ότι ο ετήσιος πληθωρισμός 2% μπορεί να μειώσει την πραγματική αξία κατά δύο τρίτα.
Πηγή: Financial Times