Η εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ τερμάτισε τη βραχυπρόθεσμη αβεβαιότητα στην Ευρώπη, αλλά ταυτόχρονα την ταπείνωσε και υπονομεύει το μέλλον της, σύμφωνα με τον συνεργάτη του Bloomberg και γνωστό οικονομικό αναλυτή, Σάιμον Νίξον.
Ακολουθεί το άρθρο του Νίξον
Το καλύτερο που μπορεί να ειπωθεί για τη συμφωνία εμπορίου ΕΕ-ΗΠΑ που εγκρίθηκε την (περασμένη) Κυριακή - τουλάχιστον από την ευρωπαϊκή οπτική - είναι ότι θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη καθώς ο δασμός 15% που θα επιβάλει η Αμερική τώρα σε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές εισαγωγές είναι μισός σε σχέση με το 30% που είχε απειλήσει να επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ από την 1 Αυγούστου.
Είναι επίσης όχι υψηλότερος από τους βασικούς δασμούς που επέβαλε ο πρόεδρος Τραμπ σε πολλούς άλλους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, οπότε το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της ΕΕ θα είναι μικρό.
Σίγουρα, οι νέοι δασμοί αποτελούν πλήγμα, αλλά τουλάχιστον εξαλείφεται η αβεβαιότητα που σκίαζε το διατλαντικό εμπόριο φέτος. «Δημιουργούμε περισσότερη προβλεψιμότητα για τις επιχειρήσεις μας», δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Αυτό είναι αναγκαίο για τις εταιρείες μας, ώστε να προγραμματίσουν και να επενδύσουν», πρόσθεσε.
Κακή συμφωνία
Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ήταν μια εντελώς κακή συμφωνία για την ΕΕ. Όταν η Βρετανία συμφώνησε σε έναν δασμό 10%, οι Βρυξέλες υποστήριζαν ότι δεν θα αποδεχτούν ποτέ τέτοιους ταπεινωτικούς όρους. Τώρα η ΕΕ δεν μπόρεσε να διαπραγματευτεί ούτε αυτό.
Η Goldman Sachs αναφέρει ότι η ζημία στην οικονομία της ζώνης του ευρώ από τη συμφωνία θα είναι περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2026. Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η συμφωνία σηματοδοτεί μια καμπή στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ που είναι πιθανό να έχει συνέπειες πολύ μετά την εφαρμογή των δασμών.
Η συμφωνία βάζει τέλος σε μία περίοδο 80 ετών προόδου στην κατεύθυνση της μείωσης των διατλαντικών εμπορικών εμποδίων και στην εμβάθυνση των διατλαντικών οικονομικών δεσμών. Αυτές οι προσπάθειες είχαν αρχίσει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς η Ευρώπη και οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να καλύψουν τις ζημιές που προκάλεσε το καταστροφικό πείραμα των ΗΠΑ με τον προστατευτισμό της δεκαετίας του 1920 και 1930, το οποίο, χάρη στον Νόμο για τους Δασμούς των Smoot-Hawley του 1930, είχε αυξήσει τον μέσο δασμολογικό συντελεστή των ΗΠΑ στο 24%.
Η απάντηση ήταν η Γενική Συμφωνία για Δασμούς και Εμπόριο (GATT) το 1947, μια πρωτοβουλία που καθοδηγούνταν από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη για την καθιέρωση ενός νέου συστήματος παγκόσμιων κανόνων. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, νέες χώρες προσχώρησαν, οι δασμοί μειώθηκαν και η GATT μετατράπηκε στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Εν τω μεταξύ, οι Ευρωπαίοι ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, που αργότερα έγινε ΕΕ, όχι για να "καταστρέψουν" την Αμερική όπως ισχυρίζεται ο Τραμπ, αλλά στο πλαίσιο της κίνησης υπέρ του ελεύθερου εμπορίου που ενθαρρύνθηκε από τις ΗΠΑ.
Διαβάστε επίσης: Εμπορική συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ: Ανακούφιση αλλά και ανησυχία σε ευρωπαϊκές χώρες
Υποταγή
Οι εμπορικές σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ έφθασαν στο ζενίθ το 2013 με την εκκίνηση διαδικασίας διαπραγμάτευσης για την σύναψη μιας Διατλαντικής Συμφωνίας για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (TTIP). Αυτό θα ήταν η πιο φιλόδοξη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου που είχε δει ποτέ ο κόσμος, σχεδιασμένη να εξαλείψει τα μη δασμολογικά εμπόδια στο εμπόριο σε τομείς όπως οι προδιαγραφές για τα τρόφιμα, τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τα φαρμακευτικά προϊόντα και τις δημόσιες προμήθειες.
Η TTIP ναυάγησε μετά το Brexit και την έλευση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο (στις αρχές του 2017) καθώς και την απροθυμία και από τις δύο πλευρές να παραχωρήσουν την κυριαρχία τους στη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου σε ευαίσθητους τομείς, όπως ο χρηματοπιστωτικός και ο αγροτικός.
Ωστόσο, οι διατλαντικές προσπάθειες για την επιδίωξη πιο περιορισμένης περαιτέρω απελευθέρωσης του εμπορίου συνεχίστηκαν. Επί της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, για παράδειγμα, η ΕΕ και οι ΗΠΑ ίδρυσαν ένα Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας για να συνεργαστούν σε ζητήματα εμπορίου και να εμβαθύνουν τη διατλαντική σχέση.
Λίγοι τότε θα μπορούσαν να φανταστούν την υποταγή της ΕΕ την Κυριακή. Ο μέσος δασμός των ΗΠΑ για τις εισαγωγές από την ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί από 1,5% όταν εκλέχθηκε για δεύτερη φορά πρόεδρος ο Τραμπ σε περίπου 16%, σύμφωνα με την Goldman Sachs. Ταυτόχρονα, η συμφωνία φαίνεται να «θάβει» οποιαδήποτε ελπίδα για μείωση των μη δασμολογικών εμποδίων που αποτελούν μακροχρόνια πηγή τριβής.
Η μοναδική διαπραγματευτική επιτυχία της ΕΕ ήταν να αντισταθεί σθεναρά στις εκβιαστικές απαιτήσεις του Τραμπ για αναθεώρηση των ευρωπαϊκών κανόνων σχετικά με τη γεωργία και τις ψηφιακές υπηρεσίες. Η ειρωνεία είναι ότι οι αλλαγές αυτές ήταν ό,τι ήθελαν περισσότερο πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις από μια εμπορική συμφωνία. Αντ' αυτού, αντιμετωπίζουν το χειρότερο δυνατό - και υψηλότερους δασμούς στις εισαγωγές και καμία βελτιωμένη πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ.
Η ιστορία δείχνει ότι μπορεί να περάσουν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, μέχρι να υπάρξει αντίστροφη πορεία προς το ελεύθερο εμπόριο. Ο Τραμπ καυχιέται ήδη για τα αυξημένα έσοδα από τους δασμούς, τα οποία ήταν τετραπλάσια τον Mάιο και τα οποία η κυβέρνησή του ελπίζει ότι θα συμβάλλουν σημαντικά στο να κλείσει το εκτιμώμενο, από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα 3,4 τρισ. δολαρίων την επόμενη 10ετία.
Όπως η διοίκηση Μπάιντεν δεν ανέτρεψε ποτέ τους δασμούς της πρώτης θητείας του Τραμπ, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τον Τραμπ ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση να αναστρέφει τους νέους.
Από την άλλη πλευρά, η βασική διαφορά ανάμεσα στο τώρα και τη δεκαετία του 1930 είναι ότι οι Ευρωπαίοι επέλεξαν να μην απαντήσουν στις δασμολογικές αυξήσεις του Τραμπ, αποφεύγοντας έτσι την επανάληψη των καταστροφικών εμπορικών πολέμων της προηγούμενης περιόδου.
Αυτό, ωστόσο, αντικατοπτρίζει κυρίως τις βαθιές διαφορές μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ σχετικά με το αν και πώς να απαντήσουν, εν μέσω αμφιβολιών αν η ΕΕ θα μπορούσε να κερδίσει έναν εμπορικό πόλεμο, παρά οποιαδήποτε προσκόλληση στην οικονομική ορθοδοξία.
Η ορθόδοξη αντίδραση στις υψηλότερες δασμολογικές πολιτικές των ΗΠΑ θα ήταν για την ΕΕ να προσπαθήσει να μειώσει τα εμπόδια στο εμπόριο αλλού, τόσο με τον υπόλοιπο κόσμο όσο και στην δική της αγορά.
Πράγματι, η φον ντερ Λάιεν το υπογράμμισε αυτό στην δήλωσή της μετά την υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας, αναφέροντας ειδικότερα τις πρόσφατες συμφωνίες της ΕΕ με τα νοτιοαμερικανικά μέλη της ομάδας Mercosur, το Μεξικό και την Ινδονησία, καθώς και τις προσπάθειες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ σύμφωνα με τις συστάσεις των περσινών εκθέσεων των πρώην Ιταλών πρωθυπουργών Μάριο Ντράγκι και Ενρίκο Λέττα.
Διαβάστε επίσης: Λαβρόφ: Σκληρό πλήγμα στην Ευρώπη η συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ για δασμούς και ενέργεια
Υπονομεύτηκε η εμπιστοσύνη
Αλλά ο κίνδυνος είναι ότι η προφανής υποχώρηση της ΕΕ προς τον Τραμπ έχει μειώσει την εμπιστοσύνη στις Βρυξέλλες με τρόπους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την υποστήριξη για το ελεύθερο εμπόριο και μια βαθύτερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσα στην ΕΕ.
Ήδη, τα δεξιά λαϊκίστικα κόμματα της Ευρώπης αναφέρουν τη συμφωνία ως απόδειξη ότι η ΕΕ είναι ανίκανη να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα. Η αρχηγός της γαλλικής ακροδεξιάς, Μαρίν Λεπέν, καταδίκασε τη συμφωνία ως «πολιτική, οικονομική και ηθική αποτυχία» που έδειξε ότι η εθνική κυριαρχία συνθλίβεται «κάτω από το βάρος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών». Η Άλις Βάιντελ, συμπρόεδρος του ακροδεξιού κόμματος AfD της Γερμανίας, δήλωσε ότι η συμφωνία είναι «μια παραδοχή αποτυχίας για την ΕΕ», ενώ ο Ούγγρος Πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν δήλωσε ότι ο Τραμπ «έφαγε την φον ντερ Λάιεν για πρωινό».
Ταυτόχρονα, υπάρχουν αυξανόμενες φωνές εντός της ΕΕ για προστασία των βιομηχανικών κλάδων που αναμένεται να πληγούν, καθώς οι δασμοί του Τραμπ προκαλούν εισαγωγές από αλλού.
Η ΕΕ έχει ήδη επιβάλει δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων από την Κίνα. Τώρα οι Ευρωπαίοι χαλυβουργοί απαιτούν προστασία από ένα πιθανό κύμα φθηνών εισαγωγών ως αποτέλεσμα του 50% δασμού της Αμερικής στις εισαγωγές χάλυβα. Αν και οι Ευρωπαίοικαταναλωτές θα επωφεληθούν από χαμηλότερες τιμές βραχυπρόθεσμα, οποιαδήποτε αίσθηση ότι βλάπτονται οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα μπορούσε να κάνει πιο δύσκολη την αντίσταση σε εκκλήσεις για προστασία.
Εν τω μεταξύ, η αίσθηση ότι η ΕΕ είναι «εύκολη υπόθεση» θα υπονομεύει τη διαπραγματευτική της θέση και σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Η σύνοδος κορυφής ΕΕ-Κίνας αυτό το μήνα δεν κατάφερε να προχωρήσει στην επίλυση εμπορικών διαφορών, εν μέρει επειδή το Πεκίνο δεν ήταν πρόθυμο να κάνει παραχωρήσεις σε μια ΕΕ που δεν έχει διαπραγματευτικό μοχλό πίεσης.
Μόλις λίγες εβδομάδες πριν, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ μιλούσε για τη δυνατότητα ενός «παγκόσμιου ευρώ». Αλλά η αντίληψη ότι η ΕΕ είναι ανίκανη να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα δικά της συμφέροντα υπονομεύει τις φιλοδοξίες της ως γεωπολιτικός παράγοντας, που είναι το κλειδί για έναν μεγαλύτερο παγκόσμιο ρόλο του ευρωπαϊκού νομίσματος.
Η συμφωνία δασμών έληξε μια περίοδο άμεσης αβεβαιότητας, όπως ισχυρίζεται η φον ντερ Λάιεν. Ωστόσο, στο μέλλον, η ΕΕ φαίνεται πιο επιρρεπής σε επιβλαβή προστατευτισμό και στην απειλή από εσωτερικούς επικριτές και με ασθενέστερη διαπραγματευτική δύναμη στη παγκόσμια σκηνή. Το αίσθημα της ταπείνωσης της Ευρώπης μπορεί να παραμείνει πολύ χρόνο μετά το σοκ των δασμών.