Το στοίχημα της Ελλάδας για μία ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη την επόμενη 5ετία είναι να «κτίσει» στις ισχυρές βάσεις που τέθηκαν με τις μεταρρυθμίσεις την περασμένη δεκαετία της κρίσης, συνεχίζοντας να εστιάζει στη διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου και στην ενίσχυση του εργατικού δυναμικού και των θεσμών της, τόνισε ο επικεφαλής της αποστολής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την Ελλάδα, Μάρτιν Μπάιστερμπος, μιλώντας στο συνέδριο της «Η», με τίτλο: «Ελλάδα 2030: Βιώσιμη Ανάπτυξη στην εποχή των κρίσεων».
«Η ελληνική οικονομία άλλαξε τη σελίδα της κρίσης και τώρα γράφει ένα νέο κεφάλαιο, αυτό της ανθεκτικότητας, των ευκαιριών και της βιώσιμης ανάπτυξης», είπε ο αξιωματούχος της ΕΚΤ, σημειώνοντας ότι είναι ξεκάθαρες οι ενδείξεις για την ανάκαμψή της κατά τα τελευταία χρόνια.
Αναφέρθηκε ειδικότερα στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περισσότερο από 10% από το 2021, πολύ περισσότερο από την Ευρωζώνη, τη μείωση της ανεργίας σε μονοψήφιο επίπεδο, τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων στο 3,6% το α΄ τρίμηνο φέτος και τη σύγκλισή τους με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης που είναι 2%.
Επίσης, στις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις, όπως το πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ το 2024, που επέτρεψαν στην Ελλάδα να αποπληρώσει πρόωρα τα δάνεια από το ΔΝΤ, ένα σημαντικό ορόσημο που σηματοδότησε την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της αγοράς.
Εμφαση στη διαφοροποίηση της οικονομίας
Θα πρέπει, όμως, να αντιμετωπισθούν και τα προβλήματα που παραμένουν. «Η μελλοντική πορεία απαιτεί συνεχείς προσπάθειες», είπε ο κ. Μπάιστερμπος, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην περαιτέρω διαφοροποίηση της ελληνικής οικονομίας.
«Παρά την πρόσφατη ανάπτυξη, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης) παραμένει περίπου στα δύο τρίτα του μέσου όρου της Ευρωζώνης».
Αυτό είπε αντανακλά κυρίως την υστέρηση στην παραγωγικότητα και τις επενδύσεις καθώς και τη σχετικά ισχυρή εξάρτηση από τομείς, όπως ο τουρισμός. Αν και ο τουρισμός είναι μία αναγκαία μηχανή ανάπτυξης, η συμβολή του στις συνολικές εξαγωγές ήταν μεγαλύτερη από 20% πέρυσι, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωζώνη, «υπογραμμίζοντας την ανάγκη για μεγαλύτερη διαφοροποίηση».
Ο αξιωματούχος της ΕΚΤ αναφέρθηκε και στο διαρθρωτικό πρόβλημα των πολλών μικρών επιχειρήσεων, με περίπου το μισό εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα να απασχολείται σε εταιρείες με λιγότερους από 10 εργαζόμενους, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωζώνη. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα χρειάζεται ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις, σημείωσε.
Χαμηλό ποσοστό απασχόλησης
Ένα άλλο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι το χαμηλό ποσοστό απασχόλησης, ιδιαίτερα των γυναικών, και ο συνεχιζόμενος αντίκτυπος από το ‘brain drain’ την περίοδο της κρίσης, αν και υπάρχουν ενδείξεις ενός ‘brain gain’ τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, η αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης και προσφοράς εργασίας παραμένει πιο έντονη σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης και οι επιχειρήσεις αναφέρουν τη δυσκολία που έχουν να βρουν εργαζόμενους με τις δεξιότητες που χρειάζονται την ώρα που υπάρχουν 400.000 άνεργοι.
Υψηλά τα εκτός τραπεζών κόκκινα δάνεια
Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων, είπε ο κ. Bijsterbosch, τα δάνεια εκτός του τραπεζικού συστήματος εξακολουθούν να αποτελούν περίπου το ένα τρίτο του ΑΕΠ και μειώνονται πολύ αργά λόγω εμποδίων στην αναδιάρθρωση χρέους και των νομικών διαδικασιών. Τόνισε, επίσης, ότι είναι απαραίτητη η ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίων, ώστε οι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να μπορούν να χρηματοδοτούνται και εκτός των τραπεζών.
Το δημόσιο χρέος
Σημαντικό μακροπρόθεσμο πρόβλημα παραμένει και το δημόσιο χρέος, το οποίο είμαι από τα υψηλότερα στον κόσμο, αν και μειώθηκε από το 197% του ΑΕΠ το 2021 στο 153% το 2024, κάτι εντυπωσιακό.
Ο κ. Μπάιστερμπος υπογράμμισε ότι η Ελλάδα πρέπει να εμμείνει στον στόχο της για μείωση του χρέους στο 133% το 2028, κάτι που θα είναι κρίσιμο για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών.
Οι τρεις πυλώνες που πρέπει να εστιάσει η Ελλάδα
Κλείνοντας την ομιλία του, αναφέρθηκε στους τρεις πυλώνες, στους οποίους πρέπει να εστιάσει η Ελλάδα:
Πρώτον, στη διαφοροποίηση της οικονομίας της, με την ενθάρρυνση της καινοτομίας και την ανάπτυξη σε τομείς υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, όπως της τεχνολογίας, των ΑΠΕ και της αναπτυγμένης μεταποίησης.
Δεύτερον, στην ενίσχυση του εργατικού δυναμικού, χωρίς την οποία δεν μπορεί να επιτύχει η διαφοροποίηση της οικονομίας. Η ενίσχυση αυτή απαιτεί ισχυρή εκπαίδευση και επαγγελματική εκπαίδευση καθώς και την αντιμετώπιση των εμποδίων στην συμμετοχή στην αγορά εργασίας.
Τρίτον, στην ενίσχυση των θεσμών της, αναφέροντας ως παράδειγμα το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. «Βελτιώνοντας τις δικαστικές διαδικασίες και μειώνοντας τις καθυστερήσεις στην επίλυση διαφορών μπορεί να αυξηθεί η νομική βεβαιότητα που αποτελεί βασικό παράγοντα τόσο για τους εγχώριους όσο και τους ξένους επενδυτές», είπε. Παράλληλα, η ανάπτυξη θα ωφεληθεί από τη μείωση των γραφειοκρατικών εμποδίων και τη βελτίωση της ευκολίας του επιχειρείν.
«Το αφήγημα της Ελλάδας δεν είναι μόνο αυτό της ανάκαμψης αλλά και του μετασχηματισμού. Είναι αποδεδειγμένο ότι, ακόμη και εν όψει τεράστιων προβλημάτων, οι χώρες μπορούν να αναδυθούν ισχυρότερες, ανθεκτικότερες και πιο αποφασισμένες να επιτύχουν», κατέληξε ο αξιωματούχος της ΕΚΤ.