Δημοσιονομικό περιθώριο συνολικού ύψους έως και 3 δισ. ευρώ ετησίως δημιουργείται από τον περιορισμό του λεγόμενου «κενού ΦΠΑ», όπως προκύπτει από τα επικαιροποιημένα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή. Το εν λόγω ποσό εκτιμάται ότι μπορεί να αξιοποιηθεί από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης για τη χρηματοδότηση μόνιμων φορολογικών ελαφρύνσεων, αρχής γενομένης από το 2027.
Η υποχώρηση του κενού ΦΠΑ – δηλαδή της διαφοράς μεταξύ του ΦΠΑ που θα έπρεπε να εισπράττεται και του ποσού που τελικά καταλήγει στα κρατικά ταμεία – αποδίδεται στη σταδιακή εφαρμογή και φέτος στην πλήρη ενεργοποίηση ενός ευρέος φάσματος ψηφιακών εργαλείων για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής: ηλεκτρονικά βιβλία (myData), καθολική χρήση τερματικών POS, ηλεκτρονική τιμολόγηση, ψηφιακή κάρτα εργασίας, ψηφιακό πελατολόγιο, διασταυρώσεις εισοδημάτων και δαπανών κ.ά.
Σημαντική μείωση του κενού ΦΠΑ
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το 2022 το κενό ΦΠΑ ανερχόταν στο 13,7% του δυνητικού ΦΠΑ, ωστόσο το 2024 εμφανίζεται ήδη μειωμένο κάτω του 10%, ενώ υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μέχρι το τέλος του έτους μπορεί να υποχωρήσει ακόμη και στα επίπεδα του 7%. Στόχος, όπως σημείωσε κατά την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού ο επικεφαλής του, καθηγητής Γιάννης Τσουκαλάς, είναι η προσέγγιση του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος διαμορφώνεται περί το 5%.
Εφόσον η τάση αυτή συνεχιστεί και εντός του 2025, το κράτος θα εξασφαλίσει επιπλέον σταθερά φορολογικά έσοδα ύψους 1 δισ. ευρώ ετησίως, τα οποία θα προστεθούν στα ήδη διασφαλισμένα 2 δισ. ευρώ από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής κατά το 2024. Το συνολικό ποσό των 3 δισ. ευρώ θα δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια νέα δέσμη φορολογικών ελαφρύνσεων από το 2027, χωρίς να απειλείται η δημοσιονομική σταθερότητα.
Φοροελαφρύνσεις για τους μισθωτούς
Παράλληλα, ο καθηγητής Τσουκαλάς εισηγείται την ανάγκη για αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας εισοδήματος, η οποία – όπως επισημαίνει – παρουσιάζει σημαντικές στρεβλώσεις που οδηγούν σε φορολογική πίεση για συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
Συγκεκριμένα, εστιάζει σε δύο βασικές αδυναμίες της σημερινής δομής:
- Στην απότομη αύξηση του φορολογικού συντελεστή από 9% σε 22% για το τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ και φτάνει έως τις 20.000 ευρώ. Η μεταβολή αυτή θεωρείται δυσανάλογη, ιδίως για τους χαμηλόμισθους.
- Στον ανώτατο συντελεστή 44%, ο οποίος επιβάλλεται από τις 40.000 ευρώ και άνω, όριο που χαρακτηρίζεται ως σχετικά χαμηλό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με το επίπεδο των αποδοχών στη μεσαία ανώτερη εισοδηματική κατηγορία.
Ο ίδιος τάσσεται υπέρ στοχευμένων μειώσεων στη φορολογία της μισθωτής εργασίας, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια επιλογή ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της νόμιμης απασχόλησης, περιορίζει την αδήλωτη εργασία και αποδίδει υψηλότερα πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αντιθέτως, εκφράζει επιφυλάξεις για ενδεχόμενες μειώσεις στους έμμεσους φόρους (π.χ. ΦΠΑ), καθώς – όπως σημειώνει – τα οφέλη από τέτοιες παρεμβάσεις δεν μεταφέρονται πάντα στον τελικό καταναλωτή, αλλά συχνά απορροφώνται από τα ενδιάμεσα στάδια της αλυσίδας διανομής.
→ Διαβάστε επίσης: Ακίνητα: Αλλάζουν όλα στα ενοίκια - Υποχρεωτική επιβεβαίωση μισθωτηρίων και επιστροφή έως 800 ευρώ
Η παραοικονομία παραμένει πρόκληση
Παρά τις αισιόδοξες ενδείξεις, ο δρόμος προς μια πλήρως διαφανή οικονομία παραμένει μακρύς. Ο καθηγητής Τσουκαλάς υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η παραοικονομία στην Ελλάδα εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα – μεταξύ 16% και 18% του ΑΕΠ – γεγονός που καθιστά σαφές ότι σημαντικό μέρος των συναλλαγών πραγματοποιείται εκτός επίσημου πλαισίου.
Ενδεικτικά, το 2023, τα συνολικά δηλωθέντα εισοδήματα ανήλθαν σε 110 δισ. ευρώ, ενώ, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ιδιωτική κατανάλωση προσέγγισε τα 151 δισ. ευρώ. Η διαφορά των 41 δισ. ευρώ αποδίδεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αδήλωτα εισοδήματα και «μαύρες» συναλλαγές, στοιχείο που καταδεικνύει την έκταση της παραοικονομίας.
Κατά συνέπεια, η συνέχιση και ενίσχυση της ψηφιακής θωράκισης της φορολογικής διοίκησης, η εντατικοποίηση των διασταυρώσεων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης κρίνονται αναγκαίες προϋποθέσεις για τη βιώσιμη ελάφρυνση των φορολογικών βαρών, ιδίως για τους συνεπείς φορολογούμενους.