Η ελληνική αγορά κρυπτονομισμάτων εισέρχεται σε φάση θεσμικής ωρίμανσης, καθώς το υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προχωρούν στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου πλαισίου φορολόγησης και εποπτείας. Στόχος είναι αφενός η προστασία των επενδυτών και αφετέρου η ενσωμάτωση των νέων αυτών χρηματοοικονομικών προϊόντων στην επίσημη οικονομική δραστηριότητα, περιορίζοντας παράλληλα φαινόμενα φοροδιαφυγής και ξεπλύματος χρήματος.
Η συζήτηση για το πώς θα φορολογηθούν τα κρυπτονομίσματα βρίσκεται στην τελική ευθεία, με τις αποφάσεις να αναμένονται το φθινόπωρο. Η ομάδα εργασίας του οικονομικού επιτελείου, η οποία έχει συσταθεί με αντικείμενο τον σχεδιασμό του νέου πλαισίου, επεξεργάζεται σενάρια που προσομοιάζουν με το φορολογικό καθεστώς που ισχύει ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει φορολόγηση της υπεραξίας με συντελεστή 15%. Πρόκειται για τη διαφορά ανάμεσα στην τιμή κτήσης και στην τιμή πώλησης των κρυπτονομισμάτων, με τρόπο αντίστοιχο της φορολόγησης κερδών από μετοχές ή άλλα επενδυτικά προϊόντα. Παράλληλα, εξετάζεται να αναγνωρίζονται οι συναλλαγές για την κάλυψη τεκμηρίων, στοιχείο που διευκολύνει τη χρήση των κρυπτοστοιχείων ως δηλωμένης πηγής εισοδήματος.
Για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο, το σενάριο που μελετάται είναι η επιβολή υψηλότερου φορολογικού συντελεστή, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και τα αντίστοιχα έσοδα. Η σχετική νομοθετική ρύθμιση θα προβλέπει, επίσης, την υποχρεωτική δήλωση των συναλλαγών στο φορολογικό έντυπο Ε1, ενισχύοντας τη διαφάνεια έναντι της φορολογικής διοίκησης.
Νέο πλαίσιο αδειοδότησης: Από τον προέλεγχο στην επίσημη έγκριση
Παράλληλα με το φορολογικό καθεστώς, τίθεται σε εφαρμογή και το νέο πλαίσιο αδειοδότησης για τους παρόχους υπηρεσιών κρυπτοστοιχείων (CASP). Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ακολουθώντας το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο MiCA (Markets in Crypto-Assets), εισάγει πλέον μια σειρά διαδικασιών που εξασφαλίζουν ότι μόνο αξιόπιστες και επαρκώς κεφαλαιοποιημένες εταιρείες θα μπορούν να δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά.
Η διαδικασία ξεκινά με μια Αρχική Αξιολόγηση, δηλαδή δυνατότητα προελέγχου για τις εταιρείες που ενδιαφέρονται να υποβάλουν αίτηση. Σε προκαταρκτική συνάντηση με την Επιτροπή παρουσιάζεται το επιχειρηματικό σχέδιο και οι βασικές υπηρεσίες που σκοπεύει να προσφέρει η εταιρεία. Στόχος είναι η καλύτερη προετοιμασία του φακέλου αίτησης και η αμοιβαία κατανόηση των απαιτήσεων. Ωστόσο, η φάση αυτή δεν υποκαθιστά την επίσημη διαδικασία έγκρισης.
Ακολουθεί η κατάθεση πλήρους φακέλου αδειοδότησης, ο οποίος περιλαμβάνει στοιχεία μετόχων, διοίκησης, εταιρικής δομής, αλλά και συγκεκριμένους μηχανισμούς προστασίας των πελατών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει 40 εργάσιμες ημέρες για να αποφασίσει επί της αίτησης, με την απόφαση να κοινοποιείται στον αιτούντα εντός πέντε ημερών. Όλα τα απαραίτητα έγγραφα και ερωτηματολόγια θα διατίθενται στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η ίση πρόσβαση για όλες τις επιχειρήσεις.
Στενότερη εποπτεία από την ΑΑΔΕ
Η εφαρμογή του πλαισίου συνδέεται και με αυστηρότερους ελέγχους από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων. Μέσω της παρακολούθησης των ροών κεφαλαίων, η ΑΑΔΕ θα μπορεί να εντοπίζει ύποπτες συναλλαγές και να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις που σχετίζονται με φοροδιαφυγή ή ξέπλυμα χρήματος. Με τον τρόπο αυτόν ενισχύεται η αξιοπιστία της ελληνικής αγοράς και μειώνεται ο κίνδυνος να αποτελέσει πεδίο παράνομων δραστηριοτήτων.
Η παρέμβαση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην τήρηση κανόνων, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική για την ενσωμάτωση των κρυπτονομισμάτων στην επίσημη οικονομία. Το οικονομικό επιτελείο επιδιώκει να ενισχύσει την ελκυστικότητα της χώρας ως προορισμού για επενδύσεις στον τομέα των ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων, αποτρέποντας ταυτόχρονα φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού και ανεξέλεγκτης δραστηριότητας.
→ Διαβάστε επίσης: Καταπατημένα ακίνητα: Προς παράταση της προθεσμίας εξαγοράς – Εκπτωση έως 80% στο τίμημα
Στόχος: Ισορροπία και ανάπτυξη
Η Ελλάδα, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε., επιχειρεί να βάλει «τάξη» σε μια αγορά που μέχρι σήμερα χαρακτηριζόταν από αβεβαιότητα και περιορισμένη εποπτεία. Το στοίχημα πλέον είναι η σωστή εφαρμογή του πλαισίου, ώστε να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στην προστασία του επενδυτή και στην ανάπτυξη μιας αγοράς με σημαντικές προοπτικές.