Το 2024 η Εθνική Τράπεζα ξεπέρασε τους φιλόδοξους στόχους που είχε θέσει δημιουργώντας ισχυρές βάσεις για παραιτέρω ανάπτυξη και μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις που θα καθορίσουν το μέλλον της υπογράμμισε ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ, Παύλος Μυλωνάς, από το βήμα της γενικής συνέλευσης των μετόχων. Ο προγραμματισμός της διοίκησης προβλέπει διανομή μερίσματος 60% κατά τη χρήση του 2025, έναντι 50% της χρήσης του 2024. Επίσης η Εθνική επιδιώκει την επιστροφή από τους servicers θεραπευμένων δάνειων.
Τo 2024, όπως είπε ο Παύλος Μυλωνάς η Εθνική πέτυχε πιστωτική επέκταση 3 δισ. ευρώ, η απόδοση του ενεργητικού της πάνω από 2% - από τις κορυφαίες της Ευρώπης, η κεφαλαιακή επάρκεια ήταν στο 18,3% - από τους υψηλότερους δείκτες πανευρωπαϊκά, η πλεονάζουσα ρευστότητα έφτασε τα 6,4 δισ. ευρώ και ο δείκτης ΝPE υποχώρησε στο 2,6%.
Σε ότι αφορά τις προκλήσεις, ο CEO της Εθνικής, αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την Ευρώπη και η τράπεζα θα αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις από την μείωση των επιτοκίων με αύξηση των δραστηριοτήτων της και αντισταθμιστικές επενδύσεις.
Για το πλεονάζον κεφάλαιο είπε ότι θα χρησιμοποιηθεί για την μεγαλύτερη ανταμοιβή των μετόχων, την οργανική ανάπτυξη και την επανένταξη στο χαρτοφυλάκιο της τράπεζα των δάνειων που έχουν εξυγιανθεί. Αλλά και για την αξιοποίηση ευκαιριών για τις χρηματοοικονομικές συνέργειες.
Μετά από 6 χρόνια μετασχηματισμού, που αντιμετωπίστηκαν προβλήματα του παρελθόντος που κληρονομήθηκαν, η τράπεζα συνεχίζει με πρόγραμμα ανάπτυξης, με υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και υλοποίηση Core banking και αυξανόμενη χρήση της τεχνικής νοημοσύνης (ΑΙ) καθώς η τεχνολογική υπεροχή αποτελεί «κλειδί» για την τραπεζική ενοποίηση. Ο Π. Μυλωνάς υπογράμμισε ότι το 98% των συναλλαγών της ΕΤΕ, περνάει μέσα από τα ψηφιακά κανάλια με την τράπεζα να δίνει μεγάλο βάρος στην εκπαίδευση του προσωπικού της και αποτελεί πρόκληση η απλοποίηση των συναλλαγών.
Περήφανος για τις επιδόσεις της τράπεζας δήλωσε ο πρόεδρος Γκίκας Χαρδούβελης που αναφέρθηκε στην πολιτική Τραμπ σημειώνοντας ότι η Ευρώπης πρέπει να γίνει πιο ανταγωνιστική ώστε να «απαντήσει». Για την Ελλάδα, τα πράγματα δεν είναι τόσο πιεστικά γιατί οι εμπορικές της σχέσεις με τις ΗΠΑ δεν είναι τόσο μεγάλες ενώ διέπεται από δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα.