Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ), το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφώθηκε στα €7,6 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές το α’ εξάμηνο 2025 (6,4% του ΑΕΠ ή €15,3 δισεκ. το 2024, βλ. Διάγραμμα 1). Αυτό σημαίνει ότι οι εισπράξεις των φορέων της ελληνικής οικονομίας, ήτοι των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και της κυβέρνησης, από συναλλαγές με φο-ρείς της αλλοδαπής, για αγαθά, υπηρεσίες, εισοδήματα και τρέχουσες μεταβιβάσεις, υπολείπονταν των αντίστοιχων πληρωμών κατά αυτό το ποσό.
Η χρηματοδότηση αυτού του κενού προήλθε κυρίως από επενδύσεις χαρτοφυλακίου φορέων της αλλοδαπής στην Ελλάδα. Επί παραδείγματι, η αγορά ελληνικών χρεογράφων και μετοχών από μη κατοίκους εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία ε-πενδύσεων. Αυτά είναι κεφάλαια που εισρέουν στην ελληνική οικονομία από το εξωτερικό, και χρηματοδοτούν, μαζί με τις άμεσες και τις λοιπές επενδύσεις, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Όσο πιο παραγωγικά αξιοποιούνται αυτά τα κεφάλαια, τόσο μεγαλύτερη είναι η με-σομακροπρόθεσμη επίδρασή τους στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ). Η αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή των εισοδημάτων, παράλληλα με τη δημιουργία κινήτρων για ενίσχυση της αποταμίευσης, δύνανται να μειώσουν σταδιακά τη σχετική βαρύτητα των κεφαλαίων από το εξωτερικό στη χρημα-τοδότηση των εγχώριων επενδύσεων παγίων, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του υποδείγματος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας έναντι πιθανών εξωτερικών διαταραχών.