Στο «μικροσκόπιο» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου μπαίνει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς στο τέλος του μήνα καταφθάνουν στην Αθήνα στελέχη του στο πλαίσιο του Προγράμματος Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα (FSAP – Financial Sector Assessment Program). Πρόκειται για μια «βαριά» αξιολόγηση που εξετάζει τόσο την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και την χρηματοπιστωτική ανάπτυξη και στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται συνολικά το πλαίσιο λειτουργία όλων των κρίκων της χρηματοοικονομικής αλυσίδας, όπως οι δημόσιες πολιτικές και η εποπτεία. Το FSAP, που θεσπίστηκε το 1999, έχει σχεδιαστεί ώστε να αξιολογείται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας στο σύνολο του και όχι μεμονωμένων ιδρυμάτων, συμβάλλοντας στον εντοπισμό δομικών αδυναμιών, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του σε μακροοικονομικούς κραδασμούς και διασυνοριακή μετάδοση.
Στο πλαίσιο αυτό τα στελέχη του ΔΝΤ θα έχουν συναντήσεις στο υπουργείο Οικονομικών και της Τράπεζα της Ελλάδος, στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων αλλά και στην Ελληνική Ενωση Τραπεζών, με τράπεζες και servicers.
Η πρώτη FSAP μετά από 20 χρόνια
Πρόκειται για την πρώτη μετά από 20 χρόνια αξιολόγησης FSAP, καθώς η προηγούμενη είχε πραγματοποιηθεί το 2006, τα τελευταία προ μνημονιακά χρόνια. Ακολούθησε ο ασφυκτικός έλεγχος των δανειστών – θεσμών και η επιβολή πολιτικών/μέτρων που είχαν αποτύπωμα και στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Επίσης, από το 2014 η ενιαία τραπεζική εποπτεία άλλαξε άρδην το πλαίσιο λειτουργίας του ευρωσυστήματος, ώστε να αντιμετωπιστούν τα τρωτά σημεία από την οικονομική κρίση και την ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης.
Μια δεκαετία μετά την δημιουργία του SSM, που συστάθηκε στον απόηχο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα – συμπεριλαμβανόμενου του ελληνικού – έχει αλλάξει άρδην και είναι σαφώς πιο θωρακισμένο και ανθεκτικό.
Η επιστροφή στην κανονικότητα
Ειδικά σε ότι αφορά τον εγχώριο χρηματοοικονομικό τομέα, η επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα, χάρη και στον καταλυτικό ρόλο του «Ηρακλή» που αφαίρεσε το μεγαλύτερο «αγκάθι», αυτό των «κόκκινων» δανείων από τους τραπεζικούς ισολογισμούς – το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι να «φύγουν» και από την πραγματική οικονομία – που τους επέτρεψε να επιστρέψουν με σαφώς καλύτερους, υγιείς όρους στην τραπεζική κανονικότητα, δηλαδή στην χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, σε πορεία υψηλής κερδοφορίας και ενίσχυσης των κεφαλαίων τους και φυσικά η διανομή μερισμάτων. Καταλύτης ήταν και η αποχώρηση του Δημοσίου από το μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών (διατηρεί 8,4% της ΕΤΕ και 36,16% της AtticaBank/CrediaBank) ενώ η δημιουργία του 5ου τραπεζικού πυλώνα της CrediaBank έχει δώσει ισχυρά δείγματα ενίσχυσης του ανταγωνισμού στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει βρίσκεται σε φάση εξωστρέφειας.
Τα ευρήματα του 2006
Παρά το γεγονός ότι από το FSAP του 2006 έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια και έχει αλλάξει άρδην το σκηνικό του ελληνικού χρηματοπιστωτικού τομέα, έχει ενδιαφέρον να ανατρέξει κάποιος στα τότε ευρήματα.
Μεταξύ των οποίων ήταν οι προκλήσεις που προέκυπταν από την ταχεία πιστωτική ανάπτυξη «που αυξάνει την έκθεση των τραπεζών σε άγνωστους πιστωτικούς κινδύνους», ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) είχαν σταθεροποιηθεί σε επίπεδα υψηλότερα από τους ευρωπαϊκού όρους και ενώ καλύπτονται σε μεγάλο βαθμό από προβλέψεις «είναι υψηλά δεδομένης της οικονομικής ανάπτυξης και είναι πιθανόν να αυξηθούν καθώς η οικονομία επιβραδύνεται». Και στο πλαίσιο αυτό είχε τεθεί ως προτεραιότητα η στενή παρακολούθηση, σε έγκαιρη βάση, του πιστωτικού κινδύνου, ιδίως σε ότι αφορούσε τον δανεισμό σε νέους πελάτες και σε νέες περιοχές.