Ήταν το πρώτο εξάμηνο του 2015, τότε που η οικονομική κρίση είχε κλιμακωθεί επικίνδυνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε τα πρώτα του βήματα στην εξουσία, με στελέχη που αν και δεν είχαν καμία κυβερνητική εμπειρία, δεν ήθελαν να ακούσουν «τίποτα και κανένα», επιμένοντας να χαράζουν τη δική τους διαδρομή, η οποία ήταν πολύ συχνά «οφ σάιντ» και αρκετές φορές οδηγούσε σε αδιέξοδο.
Δέκα χρόνια μετά, ο Τσίπρας γράφει στην «Ιθάκη» ότι είχε πάντα την απορία αν κάποιοι σύντροφοί του αντιλαμβάνονταν έστω και στοιχειωδώς την πραγματικότητα.
Γράφει ακόμη ότι δεν ήταν στη στρατηγική του η έξοδος από το ευρώ. Όμως, «έκανε ότι μπορούσε» για να βγούμε από αυτό, έχοντας μάλιστα έτοιμη τη λύση για «το μετά», δηλαδή τα «Κουπόνια» του Βαρουφάκη.
Στην «Ιθάκη», ο Τσίπρας μιλά απαξιωτικά γι’ αυτά, λέγοντας ότι του προτάθηκαν το 2015 και δεν ήξερε αν θα έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει με αυτά που άκουγε. Ο Βαρουφάκης, από την άλλη πλευρά, λέει ότι τα είχε προτείνει από το 2014 και μάλλον έχει δίκιο.
Τα «κουπόνια»
Το πιθανότερο είναι ότι ο Τσίπρας είχε βρει ελκυστική την ιδέα το 2014, αλλά στα χρόνια που πέρασαν μέχρι τη συγγραφή του βιβλίου του, κατάλαβε πόσο καταστροφικό ήταν αυτό που πήγαιναν να κάνουν και σπεύδει να βγάλει από πάνω του τη ρετσινιά, αραδιάζοντας ψέματα και ετεροχρονίζοντας τα γεγονότα.
Ας δούμε όμως τι θα συνέβαινε αν έμπαινε σε λειτουργία εκείνο το σχέδιο, για να καταλάβουμε από τι γλυτώσαμε: Στην αρχή θα χρησιμοποιούσαν τα «κουπόνια» για πληρωμές συντάξεων, μισθών δημοσίων υπαλλήλων κλπ., αποβλέποντας βέβαια να τα καθιερώσουν, προοδευτικά, ως δεύτερο νόμισμα.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να καταλάβει ότι τα πρώτα μεγάλα θύματα αυτού του πειράματος θα ήταν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, που θα πληρώνονταν με κουπόνια. Δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν σχεδόν τίποτα με αυτά, γιατί κανείς δεν θα προτιμούσε ένα άγνωστο μέσο πληρωμής που η πορεία του προς τον εκφυλισμό και την απαξίωση ήταν δεδομένη.
Γι’ αυτό, δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να τα ανταλλάξουν όσο–όσο στη μαύρη αγορά, ακόμη και με ληστρικές ισοτιμίες, για να μπορέσουν να καλύψουν έστω και τις στοιχειώδεις ανάγκες τους.
Οικονομικές συνέπειες και διεθνή παραδείγματα
Προφανώς η κατάσταση θα χειροτέρευε με τον καιρό, εξανεμίζοντας την αγοραστική δύναμη του λαού. Έχουμε δει άλλωστε το «έργο» αυτό στην Κούβα, όπου με το «καλό» νόμισμα (CUC = 1 $) μπορείς να αγοράσεις τα πάντα, ενώ με το ανεπιθύμητο (CUP) έχεις πρόσβαση μόνο σε λιγοστά προϊόντα κακής ποιότητας.
Μέσα από τον ευτελισμό του CUP, οι Κουβανοί έχουν φτάσει να αμοίβονται με λιγότερα από 50 ευρώ το μήνα, με το κόστος ζωής να είναι στα επίπεδα της Ελλάδας. Τραγωδία δηλαδή.
Αυτό θα γινόταν και σε εμάς: Το κακό νόμισμα (κουπόνια) θα πλημμύριζε την αγορά, γιατί όλοι θα ήθελαν να το βγάλουν από πάνω τους, και το καλό νόμισμα (ευρώ) θα ήταν δυσεύρετο, γιατί όλοι θα ήθελαν να το διαφυλάξουν ως «κόρη οφθαλμού».
Η ισοτιμία με το ευρώ, που θα ξεκινούσε 1 με 1, θα έφτανε πολύ γρήγορα στο 1 με 100, 1 με 200 κλπ. Ο πληθωρισμός θα κάλπαζε διαρκώς, τα επιτόκια θα ήταν τριψήφια και η επιβίωση το μεγάλο ζητούμενο.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ούτε λόγος για επενδύσεις. Ποιος θα έφερνε σκληρό νόμισμα για να εισπράττει κουπόνια; Εκτός αν αγόραζε ό,τι ήθελε για «μια χούφτα δολάρια».
Όμως, χωρίς επενδύσεις, ο παραγωγικός εξοπλισμός της Χώρας θα απαξιωνόταν διαρκώς, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας θα έπεφτε κατακόρυφα και το ΑΕΠ θα συρρικνωνόταν τόσο πολύ που θα κάλυπτε μόνο ένα μικρό ποσοστό των αναγκών της Ελληνικής κοινωνίας, βυθίζοντάς τη στη φτώχεια.
Η πραγματικότητα δέκα χρόνια μετά
Ευτυχώς για εμάς, δεν βγήκαμε από το ευρώ και εξακολουθούμε να απολαμβάνουμε την ασφάλειά του. Στα 10 χρόνια που ακολούθησαν, ο πληθωρισμός, τα επιτόκια, η ισοτιμία του ευρώ κλπ., όποιες μεταβολές και αν είχαν, ήταν διαχειρίσιμες.
Ας σκεφτούμε μόνο ότι στη γειτονική Τουρκία, που διαθέτει ισχυρότερη οικονομία από την Ελλάδα και πενταπλάσιο ΑΕΠ, έπαιρνες 1 ευρώ με 3 λίρες το 2015 και τώρα πρέπει να δώσεις 41 λίρες. Από αυτό και μόνο, μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα για την ισοτιμία που θα είχαν σήμερα τα κουπόνια του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία μάλιστα ήταν μια παρωδία νομίσματος.
Όπως φαίνεται λοιπόν, δεν είχαν μόνο οι σύντροφοι του αδυναμία να αντιληφθούν την πραγματικότητα αλλά και ο ίδιος. Το λυπηρό είναι ότι ένας πρώην πρωθυπουργός, αντί να αποδεχθεί τα λάθη του, σπεύδει να τα ρίξει σε άλλους ή να τα «ντύσει» με ψέματα.
Είναι πιθανό να ξεγελάσει πολλούς με αυτή την τακτική, όχι όμως για πολύ. Ο χρόνος βάζει σιγά–σιγά τα πράγματα στη θέση τους, αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι» και στέλνοντας «κάθε κατεργάρη στον πάγκο του».
Ο Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής