Τις πιο δύσκολες ώρες της περνά η κυβέρνηση μετά τα ογκώδη συλλαλητήρια που έγιναν την περασμένη Κυριακή και που έδειξαν ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας είναι δυσαρεστημένη από τον τρόπο που προχωρεί η επιχείρηση διαλεύκανσης και απόδοσης ευθυνών για το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών.
Το τελευταίο οκταήμερο είναι ασφαλώς το πλέον επώδυνο για τον πρωθυπουργό και τους συνεργάτες του, καθώς ούτε η συνέντευξη της περασμένης Τετάρτης αντέστρεψε το δυσμενές κλίμα για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, ενώ σε περίπου τέσσερις εβδομάδες κλείνουν δυο χρόνια από το τραγικό δυστύχημα κι για τότε ετοιμάζονται νέες κινητοποιήσεις, με καθαρά πολιτικά αιτήματα, πλέον, την παραίτηση της κυβέρνησης και την προκήρυξη εκλογών.
Η Αντιπολίτευση
Παρά το γεγονός ότι παράγοντες της συμπολίτευσης χρεώνουν σε κόμματα της αντιπολίτευσης επιχείρηση πολιτικής εκμετάλλευσης της οργής πολλών πολιτών (την οποία αποκαλούν «εργαλειοποίηση»), ωστόσο η ίδια η αντιπολίτευση, δηλαδή οι πολιτικοί φορείς που την αποτελούν, δεν δείχνει να μπορεί να ωφεληθεί από τη λαϊκή δυσαρέσκεια, με την εξαίρεση βέβαια αντισυστημικών κομμάτων και στα δυο άκρα του πολιτικού μας φάσματος.
Μετά τη συνέντευξη Μητσοτάκη, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Αδνρουλάκης προανήγγειλε ότι το κόμμα του προτίθεται να αναλάβει πρωτοβουλία για υποβολή πρότασης δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης «εφ’ όσον υπάρξουν νέα στοιχεία», όπως είπε, δηλαδή εν αναμονή των δυο πορισμάτων που θα παραδώσουν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και η Επιτροπή Διερεύνησης Ατυχημάτων. Είναι μια τακτική του ΠΑΣΟΚ που εγκαινίασε με την πρωτοβουλία του για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής για τη σύμβαση 717, αλλά και της παλαιότερης κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας, την οποία είχε υποστηρίξει και συνυπογράψει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από τη δική της μεριά, η Κουμουνδούρου συνεχίζει την τακτική που εγκαινίασε ο πρόεδρος του κόμματος, Σωκράτης Φάμελλος,όταν πρώτος έσπευσε να υποδείξει ως υποψήφια πρόεδρο της Δημοκρατίας την πρώην υπουργό (του ΠΑΣΟΚ…) Λούκα Κατσέλη, χωρίς να περιμένει την πρόταση Μητσοτάκη, όπως έκανε η Χαριλάου Τρικούπη.
Έτσι και τώρα, ο κ. Φάμελλος ζήτησε την άμεση κατάθεση πρόταση δυσπιστίας, πριν την έκδοση των δυο πορισμάτων, βασισμένος στα όσα είπε στην τηλεοπτική του συνέντευξη ο πρωθυπουργός. Μάλιστα φρόντισε να επικοινωνήσει τόσο με τον πρόεδρο της Νέας Αριστεράς, Αλέξη Χαρίτση, όσο και με την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, που προθυμοποιήθηκαν να συνυπογράψουν την πρόταση. Την ίδια κρούση έκανε και στον Γραμματέα του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, ο οποίος όμως απάντησε στον κ. Φάμελλο ότι δεν συνυπογράφει μεν, αλλά θα υποστηρίξει στη βουλή την πρόταση δυσπιστίας.
Στα ρηχά
Βέβαια η πρωτοβουλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ «βούλιαξε στα ρηχά», καθώς η κοινοβουλευτική δύναμη των τριών κομμάτων που συμφωνούν να συνυπογράψουν άμεση κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, δεν φτάνει τους 50 βουλευτές που απαιτούνται για την κατάθεση της πρότασης. Εκ του ασφαλούς, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ άφησε τα κόμματα της Αριστεράς να «ζυμώνονται», ξέροντας ότι χωρίς αυτό, πρόταση δυσπιστίας δεν κατατίθεται, με δεδομένο ότι ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση ελευθερίας δεν θα συνεργάζονταν επ’ ουδενί με κόμμα της ακροδεξιάς. Συνεπώς, πρόταση θα κατατεθεί μόνο όταν το αποφασίσει ο Νίκος Ανδρουλάκης.
→ Διαβάστε επίσης: Τέμπη: Αντίστροφη μέτρηση για πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης - Οι κινήσεις της Αντιπολίτευσης
Κι αυτή η τακτική, όμως, του ΠΑΣΟΚ, δεν φαίνεται να αποδίδει ως προς την παρέμβασή του στην κοινωνία. Οι πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν, μεν, υποχώρηση της κυβέρνησης λόγω των συλλαλητηρίων για τα Τέμπη, δείχνουν όμως και υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ, καθώς και στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ σε μονοψήφια ποσοστά. Δηλαδή τα κατά τεκμήριο δυο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, δεν εισπράττουν δημοσκοπικά τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αντίθετα μάλιστα, αυτή φαίνεται να κατευθύνεται σε κόμματα που κινούνται στα δυο άκρα, όπως η Φωνή Λογικής, το ΚΚΕ που δείχνει τάση να γίνει το τρίτο κόμμα σε ποσοστά, καθώς και η Πλεύση Ελευθερίας.
Έλλειψη εμπιστοσύνης
Το πιο σημαντικό πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής, συνεπώς, είναι ότι η απομείωση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας προς την κυβέρνηση, συμπαρασύρει σε αυτή την απομείωση και τα κυριότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, μεγαλώνοντας ποσοτικά και ποιοτικά το πολιτικό κενό, με αποτέλεσμα να κυοφορούνται συνθήκες μείζονος πολιτικής κρίσης, αν αυτή η εικόνα δεν μεταβληθεί σημαντικά στο προσεχές διάστημα, είτε υπέρ της κυβέρνησης, είτε υπέρ της αντιπολίτευσης…