Η δημοσκοπική ανάκαμψη της Νέας Δημοκρατίας, την οποία αποτυπώνουν όλες οι μετρήσεις των τελευταίων ημερών, επιτρέπει στον πρωθυπουργό τη δρομολόγηση του πολιτικού σχεδίου αντεπίθεσης της κυβέρνησης, με σκοπό τη μεγιστοποίηση των εκλογικών ποσοστών του κυβερνώντος κόμματος στις βουλευτικές εκλογές του 2027.
Ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη χαράξει μια νέα στρατηγική που θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της κυβέρνησης, θα επανασυνδέσει το κόμμα με τη ευρεία βάση του και θα αντιμετωπίσει τα σοβαρά πολιτικά, κοινωνικά και θεσμικά εμπόδια που έχουν ήδη διαμορφωθεί.
Στο επίκεντρο οι περιοδείες και η ΔΕΘ
Κεντρικό στοιχείο της πρώτης φάσης αυτής της νέας στρατηγικής είναι οι προγραμματισμένες περιοδείες του πρωθυπουργού έως τον Σεπτέμβριο, οι οποίες εντάσσονται σε μια ευρύτερη προσπάθεια επανεκκίνησης της επαφής με την κοινωνία. Το κυβερνητικό επιτελείο επιδιώκει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη ειδικά των παραδοσιακών κεντροδεξιών ακροατηρίων, τα οποία έχουν παρουσιάσει διαρροές προς πιο «δεξιές» επιλογές, όπως το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου.
Η Κεντρική και η Δυτική Μακεδονία έχουν χαρακτηριστεί «περιοχές-κλειδιά», όπου το βάρος θα πέσει σε εξαγγελίες για έργα υποδομής, επισκέψεις σε παραγωγικούς φορείς και συναντήσεις με παράγοντες που διατηρούν κοινωνική επιρροή, όπως εκπρόσωποι της Εκκλησίας και φορείς της επιχειρηματικότητας. Το αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας θα είναι η παρουσία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, όπου αναμένεται να παρουσιάσει πακέτο οικονομικών ενισχύσεων και νέες φοροελαφρύνσεις.
Η σταθερότητα και η στοχοποίηση της αντιπολίτευσης
Πολύτιμη σταθερά στην κυβερνητική στρατηγική είναι η ανάδειξη της πολιτικής σταθερότητας που εξασφαλίζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η οποία σταθερότητα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση οικονομικής ανάπτυξης προς όφελος των πολιτών. Ταυτόχρονα, τα κυβερνητικά επιτελεία έχουν εντολή να αναδεικνύουν τις λαϊκιστικές προσεγγίσεις που κάνουν στα προβλήματα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, με στόχο να πιέσει τη Χαριλάου Τρικούπη και να την εμφανίσει ως αναξιόπιστη ή απομονωμένη.
Ο σχεδιασμός προβλέπει ότι η αποδόμηση της πολιτικής και προγραμματικής αξιοπιστίας του αντιπάλου θα ενισχύσει την εικόνα της Νέας Δημοκρατίας ως του μοναδικού αξιόπιστου διαχειριστή. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η επικοινωνιακή εκμετάλλευση του πορίσματος Καρώνη για τα Τέμπη, το οποίο παρουσιάζεται ως επιβεβαίωση της κυβερνητικής θέσης και απόρριψη των «συνωμοσιολογιών».
Οι «νάρκες» στο πεδίο της πολιτικής φθοράς
Ωστόσο, η πραγματικότητα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του απέχει αρκετά από απλοϊκές αφηγήσεις επιτυχίας. Πολιτικά και κοινωνικά, η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει μια σειρά από «νάρκες», που απειλούν να ανατινάξουν τον κυβερνητικό σχεδιασμό: από τη διαχείριση των συνεπειών της τραγωδίας στα Τέμπη και την επιστροφή της υπόθεσης στη Βουλή, μέχρι την αποτυχία ελέγχου της καθημερινότητας των πολιτών σε ζητήματα όπως η ακρίβεια, οι φυσικές καταστροφές και η ασφάλεια.
Η υπόθεση Καραμανλή και η πιθανότητα σύστασης προανακριτικής επιτροπής είναι πολιτικά οδυνηρές, καθώς επαναφέρουν στο προσκήνιο μια τραγωδία με δεκάδες νεκρούς, που πλήγωσε βαθιά την εικόνα της κυβέρνησης. Παράλληλα, εσωτερικά φάλτσα, όπως η αιφνιδιαστική ανακοίνωση αλλαγών στα όρια των οικισμών ή η αποτυχημένη πρόταση για μειωμένο κόμιστρο στα ταξί τα Σαββατοκύριακα για όσους μεθούν, αποκαλύπτουν έλλειμμα συντονισμού και προχειρότητας.
Ουσιαστικά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παλεύει με τον φυσιολογικό νόμο της πολιτικής φθοράς. Το μέσον μιας δεύτερης τετραετίας είναι το πιο επικίνδυνο χρονικό σημείο για κάθε κυβέρνηση. Η εμπειρία δείχνει ότι ακόμα και ήπια σφάλματα δεν συγχωρούνται πλέον εύκολα, ενώ οι αστοχίες μένουν ανεξίτηλες στο συλλογικό θυμικό. Το πολιτικό κόστος ενισχύεται από την αίσθηση στασιμότητας και την «κόπωση» των ψηφοφόρων από τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες αφηγήσεις.
Ο παράγοντας του απρόβλεπτου
Πλέον, ένα τυχαίο γεγονός – από μια φυσική καταστροφή μέχρι μια νέα κοινωνική έκρηξη – μπορεί να βαρύνει δυσανάλογα το πρωθυπουργικό προφίλ και να επαναφέρει σκηνικά κρίσης. Το «τυχαίο» στοιχειώνει το Μαξίμου περισσότερο απ’ όσο τα στελέχη του θα ήθελαν να παραδεχθούν δημόσια.