Η ελληνική πολιτική σκηνή δεν διανύει απλώς μια περίοδο ρευστότητας. Έχει ήδη εισέλθει σε μια φάση έντονων ανακατατάξεων, την οποία ορίζουν από τη μια πλευρά η πολυδιάσπαση κι η εμφανής αδυναμία της αντιπολίτευσης κι από την άλλη οι αλλεπάλληλες κρίσεις που ροκανίζουν το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης.
Στο πλαίσιο αυτής της κινητικότητας επανέρχεται αργά αλλά σταθερά στην πολιτική επικαιρότητα ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος, μόλις δυο χρόνια μετά την παραίτησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να επανέλθει στην ενεργό πολιτική. Η κίνησή του αυτή δεν είναι μια αυθόρμητη ροπή νοσταλγίας, αλλά μια συνειδητή στρατηγική που βασίζεται σε τρεις άξονες: την πολιτική κεφαλαιοποίηση της εσωτερικής κατάρρευσης του ΣΥΡΙΖΑ, την ανασύνθεση του κατακερματισμένου κεντροαριστερού χώρου και την ανάγκη επανακαθορισμού της πολιτικής του υστεροφημίας.
Αντίξοες συνθήκες και πολιτικό κενό
Ωστόσο, η επιστροφή Τσίπρα δεν οργανώνεται σε ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες. Αντιθέτως, επιχειρείται ενώ η Αριστερά βρίσκεται σε αποσύνθεση και η κοινωνική απήχησή της είναι αποδυναμωμένη. Το σημερινό πολιτικό σκηνικό μοιάζει πολωμένο ανάμεσα σε έναν κυρίαρχο Κυριάκο Μητσοτάκη και μια πληθώρα μικρών κομμάτων της Αριστεράς που αλληλοακυρώνονται. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να πείσει ούτε ως εναλλακτική, ούτε ως συνεκτική πολιτική δύναμη. Σε αυτό το προφανές κενό επενδύει ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο πρώην πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται πως, παρά τα φθαρμένα του χαρακτηριστικά, παραμένει η μοναδική προσωπικότητα της Αριστεράς με ισχυρή αναγνωρισιμότητα, διεθνείς διασυνδέσεις και μια βάση που εξακολουθεί να τον βλέπει ως «φυσικό ηγέτη». Ο χρόνος της επιστροφής του έχει στρατηγική αξία: επιδιώκει να ανακόψει την περιθωριοποίηση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου πριν αυτή παγιωθεί.
Rebranding
Η πρόθεση του κ. Τσίπρα να κινηθεί ως παράγοντας ανασύνθεσης της Αριστεράς διέρχεται μέσα από ένα νέο πολιτικό υποκείμενο, αναμφίβολα πιο ευρύ από τον ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και της δικής του εποχής, που θα μπορούσε να συμπεριλάβει δυνάμεις από τον σοσιαλδημοκρατικό χώρο, την πολιτική οικολογία, αλλά και από την κοινωνία των πολιτών.
Η λέξη-κλειδί που ορίζει τις δημόσιες παρεμβάσεις του είναι «rebranding». Ο πρώην πρωθυπουργός επιθυμεί να προτείνει εκ νέου την Αριστερά ως μια ευρωπαϊκή, μεταρρυθμιστική δύναμη, απαλλαγμένη από τα βάρη της περιόδου διακυβέρνησης 2015–2019 αλλά και από τις εσωκομματικές της παθογένειες. Στην πράξη, επιχειρεί να κινηθεί στο κενό που αφήνει το ΠΑΣΟΚ και η ανυπαρξία μιας σοβαρής κεντροαριστερής πρότασης.
Οι τρεις άξονες
Η στρατηγική Τσίπρα φέρει τη σφραγίδα ενός πολιτικού που έμαθε από τα λάθη του. Ο ίδιος γνωρίζει πως η επιστροφή του δεν μπορεί να στηριχθεί απλώς σε συναισθηματικά αντανακλαστικά. Έτσι, στοχεύει σε συγκεκριμένα ζητήματα για να σηματοδοτήσει τη νέα του πολιτική ταυτότητα:
- Κοινωνικό κράτος και ανισότητες: Επιδιώκει να ξανακερδίσει το κοινωνικό ακροατήριο που τον στήριξε το 2015, με έμφαση σε εργασιακά δικαιώματα, δημόσια υγεία και στήριξη των ασθενέστερων.
- Δημοκρατικοί θεσμοί και διαφάνεια: Μετά τα αλλεπάλληλα σκάνδαλα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να εμφανιστεί ως εγγυητής της συνταγματικής ομαλότητας.
- Πράσινη μετάβαση και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός: Ποντάρει στην αποδοχή του από τη νέα γενιά που θέλει πολιτική καινοτομία, όχι μόνο ριζοσπαστισμό.
Το ζητούμενο είναι εάν αυτά τα πεδία μπορούν να πείσουν ένα κοινωνικό σώμα που έχει κουραστεί από υποσχέσεις και ιδεολογικές μεταμορφώσεις.
Το Μαξίμου
Ένα παράδοξο της πολιτικής συγκυρίας είναι η ισχυρή αίσθηση ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να θεωρεί ότι ωφελείται από το ενδεχόμενο της επιστροφής Τσίπρα. Αν κρίνουμε από την προθυμία με την οποία επιτίθεται στον πρώην πρωθυπουργό ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, φαίνεται ότι το Μέγαρο Μαξίμου εκτιμά πως μια νέα αναμέτρηση με τον κ. Τσίπρα εξυπηρετεί τον κ. Μητσοτάκη, καθώς συσπειρώνει και πάλι το Κέντρο, την Κεντροδεξιά και μεγάλο μέρος της Δεξιάς υπό την ηγεσία του, απέναντι στον πολιτικό ηγέτη που «έπαιξε τη χώρα στα ζάρια», κατά την προσφιλή έκφραση του Παύλου Μαρινάκη.
Με άλλα λόγια, είναι σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να προκαλεί έντονες αντιδράσεις σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ιδίως σε πολίτες που τοποθετούνται σε όλους τους πολιτικούς χώρους πλην της Αριστεράς. Έχει ήδη δοκιμαστεί στην εξουσία και η φθορά του είναι μετρήσιμη. Ένας Τσίπρας στην ηγεσία της Αριστεράς επιτρέπει στον Μητσοτάκη να επαναφέρει το δίπολο «σταθερότητα ή περιπέτεια», χωρίς να χρειαστεί να απαντήσει σε βαθύτερα ερωτήματα πολιτικής ουσίας. Επιπλέον, μια τέτοια επιστροφή λειτουργεί αποτρεπτικά για πιθανές κινήσεις ανασύνθεσης πολιτικών χώρων από πιθανές άλλες, φρέσκιες προσωπικότητες.
→ Διαβάστε επίσης: Ασκήσεις ισορροπίας στη Λιβύη: Τα στοιχήματα και οι προκλήσεις μετά την επίσκεψη Γεραπετρίτη
Το στοίχημα της επιστροφής
Η προσπάθεια Τσίπρα είναι φιλόδοξη, αλλά οι δυσκολίες είναι αντικειμενικές και δικαιολογούν την ως τώρα διστακτικότητα. Ο κατακερματισμός της Αριστεράς, η απαξίωση της πολιτικής γενικότερα και η κυριαρχία του επικοινωνιακού παιχνιδιού από τους πολιτικούς χώρους που στηρίζουν τον σημερινό πρωθυπουργό, καθιστούν την επιστροφή του δύσκολη.
Ωστόσο, η πολιτική είναι το πεδίο του απρόβλεπτου. Εάν ο Αλέξης Τσίπρας καταφέρει να μετατρέψει την επιστροφή του σε μια κίνηση ενότητας — όχι ως «επιστροφή του Μεσσία», αλλά ως κίνηση ευρύτερης ανανέωσης — τότε μπορεί να αναδιαμορφώσει τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο. Το στοίχημα δεν είναι απλώς το κόμμα, αλλά η ανάκτηση της κοινωνικής πίστης σε μια προοδευτική αφήγηση με σοβαρότητα και προοπτική.