Στο επόμενο στάδιο του πολύκροτου σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει περάσει η πολιτική ζωή της χώρας, μετά την κατάθεση στη Βουλή εκ μέρους της Νέας Δημοκρατίας, της πρότασής της για σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, στο πλαίσιο των πολιτικών αναταράξεων που προκαλεί το σκάνδαλο διασπάθισης ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η κυβερνητική πρόταση κατατίθεται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι αποκαλύψεις για το κύκλωμα που λειτούργησε παρασκηνιακά στον Οργανισμό ενισχύουν την κοινωνική δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς και πλήττουν την αξιοπιστία της κυβέρνησης, ενώ η αντιπολίτευση έχει ήδη καταθέσει τις δικές της προτάσεις, με βαρύτερες αιχμές για εμπλοκή πολιτικών προσώπων.
Η πρόταση της Ν.Δ.
Η πρόταση της Ν.Δ. φέρει τη σφραγίδα του «ελέγχου σε βάθος», κι εννοεί χρονικό βάθος: επικαλείται την ανάγκη πλήρους διερεύνησης των παθογενειών του Οργανισμού από το 1998 έως σήμερα και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο σύστασης Προανακριτικής Επιτροπής, εάν κι εφόσον προκύψουν ενδείξεις. Ωστόσο, επιμένει ότι δεν υφίστανται σήμερα επαρκή στοιχεία για πολιτικά πρόσωπα και πιο συγκεκριμένα για τους πρώην υπουργούς Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη. Πρόκειται για μια θεσμικά συνεπή αλλά και ενδεχομένως βολική επιλογή, που απομακρύνει την προοπτική άμεσων πολιτικών συνεπειών για κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης.
Η κριτική προς την πολιτική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας επικεντρώνεται στο γεγονός ότι η πρόταση για Εξεταστική Επιτροπή διατυπώνει αόριστα ερωτήματα για το «εύρος των παθογενειών» και παρακάμπτει (ή, τουλάχιστον, κάτι τέτοιο επιχειρεί) τις βαριές σκιές που αφήνουν οι διάλογοι της ΕΥΠ και η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Επιθετική ρητορική από ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ
Η αντιπολίτευση, κυρίως το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, κάνουν λόγο για προσπάθεια συμψηφισμού, με στόχο να διαχυθούν οι ευθύνες σε όλο το πολιτικό σύστημα και να διασωθεί το πρωθυπουργικό περιβάλλον από τη φθορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρόταση υπέγραψαν μόνο 60 κυβερνητικοί βουλευτές, οι απολύτως αναγκαίοι, χωρίς ευρύτερη κομματική συσπείρωση.
Παράλληλα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε να ενισχύσει το ηθικό προφίλ της κυβέρνησης, δηλώνοντας από το Καρπενήσι ότι «θα πάρουμε τα λεφτά πίσω από τους κλέφτες» και ότι το ενδιαφέρον εστιάζεται στην αναδιοργάνωση του συστήματος αγροτικών ενισχύσεων. Όμως η δήλωση αυτή, παρά την πολιτική της στόχευση, αποφεύγει να κατονομάσει τους υπεύθυνους, αφήνοντας σοβαρά ερωτήματα για την πραγματική βούληση ανάληψης πολιτικής ευθύνης.
Η αντίδραση του ΠΑΣΟΚ υπήρξε έντονη και επιθετική, με τον Νίκο Ανδρουλάκη να προκαλεί τη Ν.Δ. να υπερψηφίσει την πρότασή του για Προανακριτική Επιτροπή, με το επιχείρημα ότι ο έλεγχος δεν μπορεί να περιορίζεται στους υπαλλήλους ή στους κτηνοτρόφους.
«Αν αρχίσουν και κελαηδούν οι εμπλεκόμενοι, όχι πρωθυπουργός, ούτε βουλευτής δεν θα μείνει στη Ν.Δ.», ανέφερε χαρακτηριστικά, ανεβάζοντας κατακόρυφα τους τόνους και την πολιτική ένταση.
Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ διατυπώνει δριμεία κριτική, με τον Σωκράτη Φάμελλο να υποστηρίζει πως «τα λεφτά τα έκλεψαν τα γαλάζια παιδιά για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα». Η πολιτική αντιπαράθεση ωστόσο παραμένει κατακερματισμένη, καθώς η αντιπολίτευση δεν κατάφερε – ένα κομμάτι της δεν προσπάθησε καν – να συγκροτήσει ενιαίο μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση. Η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ να κινηθεί μόνο του δημιουργεί αμηχανία σε ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά, με τις ηγεσίες αυτών των δύο κομμάτων να βλέπουν μικροπολιτικούς υπολογισμούς πίσω από τις κινήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη.
→ Διαβάστε επίσης: Ελληνολιβυκές σχέσεις: Διπλωματική προσπάθεια σε ναρκοθετημένο πεδίο
Προσπάθεια διαχείρισης ή πραγματική κάθαρση;
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο. Η πρόταση για μακράς πνοής Εξεταστική Επιτροπή, που θα επεκτείνει τις εργασίες της ενδεχομένως και μετά το 2025, μοιάζει περισσότερο με εργαλείο αμυντικής διαχείρισης της κρίσης παρά με τολμηρή πολιτική κάθαρση. Το κεντρικό επιχείρημα περί θεσμικής τάξης αποδυναμώνεται από το γεγονός ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ υπήρξε επί σειρά ετών πεδίο καταγγελιών, χωρίς η διοίκηση να δείξει τη βούληση να προχωρήσει σε ελέγχους ουσίας.
Η υποφώσκουσα υποψία ότι η πρόταση της κυβέρνησης λειτουργεί ως επιχείρηση εξαγνισμού, αντί ως βήμα κάθαρσης, ενισχύεται από το επιλεκτικό εύρος της έρευνας και την επιμονή στη μη εμπλοκή πολιτικών προσώπων. Η κοινωνία, ωστόσο, διψά για ξεκάθαρες απαντήσεις, ιδίως σε μια περίοδο που η διαφθορά και η αναξιοκρατία επανέρχονται στο δημόσιο διάλογο ως κυρίαρχα ζητήματα. Αν η Εξεταστική Επιτροπή περιοριστεί σε ρηχές διαπιστώσεις και σεβασμό των εσωκομματικών ισορροπιών, τότε θα έχει χαθεί μια ακόμη ευκαιρία λογοδοσίας.
Η αληθινή πρόκληση για την κυβέρνηση δεν είναι η τυπική συγκρότηση μιας κοινοβουλευτικής Επιτροπής, αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς. Κι αυτό απαιτεί πολιτικό θάρρος, ειλικρίνεια και μια έμπρακτη διάθεση σύγκρουσης με τα κακώς κείμενα, ακόμη κι αν αυτά αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα της εξουσίας.