Η σημερινή συνεδρίαση της Βουλής για τη συζήτηση και ψηφοφορία επί της πρότασης της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής αναμένεται να αποτελέσει το θερμό προοίμιο ενός πολιτικού φθινοπώρου γεμάτου εντάσεις, στρατηγικές ρήξης και θεσμικές συγκρούσεις. Το επίκεντρο της αντιπαράθεσης είναι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο επανέρχεται δυναμικά στην κοινοβουλευτική ατζέντα, πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης.
Διαφορετικές ερμηνείες της Εξεταστικής
Η πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας να καταθέσει πρόταση για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την πορεία του Οργανισμού από το 1998 έως σήμερα προβάλλεται από την κυβέρνηση ως έκφραση θεσμικής υπευθυνότητας και επιθυμίας για εις βάθος έλεγχο. Ωστόσο, γίνεται αντιληπτή από την αντιπολίτευση, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ, ως προσπάθεια αποπροσανατολισμού και συγκάλυψης ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών για πράξεις που τελέστηκαν την τελευταία εξαετία.
Οι υπουργοί στο μικροσκόπιο
Στο προσκήνιο της συζήτησης βρίσκονται οι πρώην υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης, Μάκης Βορίδης και Λευτέρης Αυγενάκης, για τους οποίους το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταθέσει προτάσεις για σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής. Αμφότεροι αναμένεται να λάβουν τον λόγο για να υπερασπιστούν τη θητεία τους και να απορρίψουν κάθε υπόνοια ποινικής ευθύνης.
Ο κ. Βορίδης σκοπεύει να επικεντρωθεί στο επιχείρημα ότι η υπουργική απόφαση για την οποία εγκαλείται αποτελεί συνέχεια παλαιότερης πολιτικής, ενεργής από το 2015, και δεν συνδέεται με δικές του πρωτοβουλίες. Επιπλέον, θα αμφισβητήσει τη νομική βάση της κατηγορίας περί ηθικής αυτουργίας σε απιστία, εφόσον –όπως υποστηρίζει– απουσιάζει ο φυσικός αυτουργός και οι επίμαχες πράξεις δεν περιγράφονται συγκεκριμένα.
Ο Λευτέρης Αυγενάκης, από την πλευρά του, αναμένεται να υπεραμυνθεί της νομιμότητας των ενεργειών του, τονίζοντας ότι η άρση εμποδίων σε ΑΦΜ πραγματοποιήθηκε μετά από ελέγχους και ότι το όνομά του δεν περιλαμβάνεται σε καμία καταγεγραμμένη συνομιλία της δικογραφίας. Και οι δύο πρώην υπουργοί κινούνται σε κοινή γραμμή με την επίσημη στάση της ΝΔ, η οποία εκφράζεται σαφώς και από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη: η κυβέρνηση θεωρεί ότι δεν υπάρχει σήμερα κανένα στοιχείο που να θεμελιώνει ποινικές ευθύνες για τα δύο κυβερνητικά στελέχη.
Διμέτωπη στρατηγική από τη ΝΔ
Η στρατηγική της ΝΔ κινείται σε δύο άξονες: από τη μία επιδιώκει να δείξει θεσμική ωριμότητα μέσω της Εξεταστικής που προτείνει για να διερευνηθεί το σύνολο της πορείας του ΟΠΕΚΕΠΕ, και από την άλλη επιχειρεί να διαχειριστεί τις ενδοκομματικές και πολιτικές πιέσεις που συνεπάγεται μια ενδεχόμενη προανακριτική διαδικασία.
Προς το παρόν, οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι το κυβερνητικό επιτελείο εξετάζει ακόμη και την αποχή των βουλευτών της ΝΔ από τη μυστική ψηφοφορία της Τετάρτης, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος διαρροών και να διαφυλαχθεί η εσωτερική συνοχή.
ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ με διαφορετικές στοχεύσεις
Η στάση του ΠΑΣΟΚ είναι εξίσου κομβική και δυναμική. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει καταστήσει σαφές ότι το κόμμα του θα υπερψηφίσει την Εξεταστική μόνο αν η ΝΔ δεσμευτεί δημόσια ότι θα στηρίξει την πρόταση για την Προανακριτική. Ειδάλλως, το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο θα καταψηφίσει την κυβερνητική πρόταση, αλλά εξετάζει και το ενδεχόμενο αποχώρησης από τη διαδικασία. Ο πρόεδρος του κόμματος προετοιμάζει με ιδιαίτερη προσοχή τις παρεμβάσεις του και στις δύο συνεδριάσεις, εντείνοντας την πίεση προς την κυβέρνηση και προτάσσοντας τη θεσμική ανάγκη για διερεύνηση ποινικών ευθυνών, όπως προκύπτει από το υλικό της δικογραφίας.
Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ–ΠΣ ακολουθεί μία γραμμή ρητής καταψήφισης της πρότασης για Εξεταστική της ΝΔ, θεωρώντας ότι πρόκειται για «εκτροπή από την ουσία» και υποβάθμιση της σημασίας των στοιχείων που περιέχονται στον φάκελο της υπόθεσης. Το κόμμα έχει καταθέσει και δική του πρόταση για Προανακριτική, σε σύμπλευση με τη Νέα Αριστερά (όχι όμως και με το ΠΑΣΟΚ!), και αναμένει τις εξελίξεις με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση.
Περισσότερα από μια ψηφοφορία
Το πολιτικό διακύβευμα της σημερινής συνεδρίασης δεν περιορίζεται στη συγκρότηση μιας Επιτροπής, αλλά εκτείνεται σε βαθύτερα ερωτήματα περί λογοδοσίας, διαφάνειας και λειτουργίας των θεσμών. Το Μέγαρο Μαξίμου προσπαθεί να εξισορροπήσει την ανάγκη πολιτικής άμυνας με την επιδίωξη να αποφύγει ρήξεις και βαριά επικοινωνιακά πλήγματα, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης βλέπουν στη συζήτηση αυτή μια ευκαιρία να προβάλουν τη θεσμική τους προσήλωση και να πιέσουν την κυβέρνηση στο ηθικό της υπόβαθρο.
Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή συνεδρίαση προδιαγράφεται εξαιρετικά σημαντική – όχι τόσο για το αποτέλεσμά της, όσο για τα ερωτήματα που αφήνει ανοιχτά και τους πολιτικούς συσχετισμούς που πιθανόν να ανατρέψει ή να επωάσει.