Η Ολομέλεια της Βουλής αποτέλεσε για άλλη μια φορά χθες –προβλέπεται με βεβαιότητα ότι θα συνεχιστεί και σήμερα– το επίκεντρο μιας υψηλής έντασης πολιτικής σύγκρουσης, καθώς συζητήθηκε η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής σχετικά με τις καταγγελίες για αδιαφάνεια στον ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και με επίκεντρο τη διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων από αγροτικές οργανώσεις και συνδεδεμένα πρόσωπα.
Η συζήτηση, αν και θεσμικά επικεντρωμένη σε ζητήματα ελέγχου της διοίκησης και διαφάνειας, εξελίχθηκε σε μια συνολική πολιτική αντιπαράθεση με στοιχεία προσωπικής μονομαχίας και στρατηγικού σχεδιασμού από πλευράς όλων των πολιτικών αρχηγών.
Τοποθέτηση Μητσοτάκη: Λογοδοσία χωρίς εξαιρέσεις
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προσήλθε στη Βουλή επιχειρώντας να δώσει θεσμική διάσταση στην πρόταση του κόμματός του, γι’ αυτό τόνισε την ανάγκη πλήρους διερεύνησης όλων των καταγγελιών, χωρίς εξαιρέσεις. Εστίασε στην ανάγκη «να μη μείνει τίποτα στη σκιά», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, και υπερασπίστηκε την επιλογή για Εξεταστική με αναδρομική ισχύ από το 1998, οπότε ιδρύθηκε ο Οργανισμός.
Ο πρωθυπουργός επιχείρησε να εντάξει τη συζήτηση σε ένα ευρύτερο αφήγημα λογοδοσίας, αναφέροντας ότι το πολιτικό σύστημα οφείλει να δίνει απαντήσεις όταν τίθενται θέματα χρηστής διοίκησης.
Στήριξη Ανδρουλάκη με θεσμικούς όρους
Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκος Ανδρουλάκης, τοποθετήθηκε με έμφαση στην ανάγκη για ανεξάρτητο και ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο. Εμφανίστηκε θετικός στη στήριξη της Εξεταστικής, υπό την προϋπόθεση η κυβερνητική πλειοψηφία του Κοινοβουλίου να υπερψηφίσει σήμερα την πρόταση του ΠΑΣΟΚ για Προανακριτική Επιτροπή. Ο κ. Ανδρουλάκης υπογράμμισε ότι «όλα πρέπει να διερευνηθούν, από όλους και για όλους», αφήνοντας αιχμές για αμφίσημες τοποθετήσεις του κυβερνητικού στρατοπέδου σε προηγούμενες αντίστοιχες περιπτώσεις.
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επέλεξε έναν θεσμικό τόνο, προσπαθώντας να καταδείξει τη σταθερή του προσήλωση στη διαφάνεια, αλλά και το συνδυασμό μαχητικότητας και μετριοπάθειας που πρέπει να έχει ο επικεφαλής ενός κόμματος εξουσίας.
Παρέμβαση Φάμελλου: Καταγγελίες και αντιπερισπασμοί
Ο Σωκράτης Φάμελλος, από πλευράς του ΣΥΡΙΖΑ, επεχείρησε να αντεπιτεθεί, καταλογίζοντας στον πρωθυπουργό πολιτική σκοπιμότητα πίσω από την πρόταση για Εξεταστική. Επέμεινε ότι ο έλεγχος πρέπει να ξεκινήσει από την περίοδο 2020 και εξής, όταν, όπως υποστήριξε, έγιναν όσα αναφέρει στο πόρισμά της η Ευρωπαία Εισαγγελέας. Κατηγόρησε τη ΝΔ ότι επιχειρεί αντιπερισπασμό από τις δικές της ευθύνες, ενώ επανέφερε τις καταγγελίες για τις παράνομες επιδοτήσεις αγροτών με πολιτική κάλυψη.
Παρέμβαση Κωνσταντοπούλου: Καταγγελίες για διαχρονική ατιμωρησία
Η Πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, ακολούθησε τη γνωστή της γραμμή της τοξικότητας, της εμπαθούς επίθεσης σε όλους και σε όλα, των προσβολών και των προσωπικών αντεγκλήσεων. Στην ομιλία της επεσήμανε την «υποκρισία του πολιτικού συστήματος» και τη διαχρονική ατιμωρησία που συνοδεύει παρόμοιες με τον ΟΠΕΚΕΠΕ υποθέσεις. Με έντονο λόγο, ζήτησε όχι μόνο την Εξεταστική αλλά και την ενεργοποίηση των αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα Διαφθοράς. Τόνισε ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι «μια σταγόνα στον ωκεανό της διαπλοκής που καλύπτεται θεσμικά», ασκώντας σκληρή κριτική σε όλα τα κόμματα για «προστασία ημετέρων».
Το διακύβευμα πέρα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ
Το πολιτικό διακύβευμα της χθεσινής συνεδρίασης υπερέβη τα όρια της συγκεκριμένης υπόθεσης. Για την κυβέρνηση, η πρόταση Εξεταστικής εντάσσεται σε μια στρατηγική αντεπίθεσης και επανατοποθέτησης στο δημόσιο διάλογο του αφηγήματος της διαφάνειας, ειδικά σε μια συγκυρία που πλήττεται από αλλεπάλληλες αποκαλύψεις.
Για την αντιπολίτευση, αντιθέτως, η υπόθεση αποτελεί ευκαιρία για να επαναφέρουν το θέμα των πελατειακών δικτύων και της κρατικής εύνοιας σε περιφερειακό επίπεδο, με αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα και κόμβους διανομής πόρων.
Το αν η Εξεταστική Επιτροπή θα αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα ή θα αποτελέσει έναν ακόμα κύκλο πολιτικής πόλωσης παραμένει άγνωστο. Η ευρύτερη όμως εικόνα της χθεσινής συζήτησης αποκαλύπτει ότι η κοινοβουλευτική σύγκρουση για τον ΟΠΕΚΕΠΕ συμπυκνώνει πολλαπλές εντάσεις: θεσμικές, πολιτικές και ηθικές. Ταυτόχρονα, καταδεικνύει πως το πεδίο της διαφάνειας, της διαχείρισης ευρωπαϊκών πόρων και των σχέσεων κράτους–αγοράς θα παραμείνει στην πρώτη γραμμή της πολιτικής αντιπαράθεσης για το επόμενο διάστημα.