Η διήμερη συζήτηση στη Βουλή (Τρίτη 29 και Τετάρτη 30 Ιουλίου 2025) για τη συγκρότηση Προανακριτικής Επιτροπής αναφορικά με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έφερε στην επιφάνεια όχι μόνο τις βαθιές διαφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, αλλά και τις διαφορετικές θεσμικές και πολιτικές προσεγγίσεις ως προς το πώς η Δημοκρατία οφείλει να διαχειρίζεται ζητήματα διαφάνειας και λογοδοσίας.
Το επίδικο ζήτημα ήταν διπλό: Αφενός η εξέταση των πιθανών ποινικών ευθυνών δύο πρώην υπουργών της Νέας Δημοκρατίας – του Μάκη Βορίδη και του Λευτέρη Αυγενάκη. Αφετέρου η ίδια η διαδικασία της ψηφοφορίας για τις προτάσεις που κατατέθηκαν.
Θεσμικές επιλογές και κομματικές στρατηγικές
Από την πλευρά της κυβέρνησης, το βράδυ της Τετάρτης επιχειρήθηκε μια θεσμικά νομότυπη, αλλά επικοινωνιακά και πολιτικά εύθραυστη διαχείριση της κατάστασης. Με βασικό εργαλείο την επιστολική ψήφο, η κυβερνητική πλειοψηφία επιχείρησε να υπερβεί τον κίνδυνο ακυρότητας της διαδικασίας και να ελέγξει τυχόν διαρροές από τη δική της κοινοβουλευτική ομάδα. Ωστόσο, η επιλογή αυτή προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από το σύνολο της αντιπολίτευσης, που τη θεώρησε «κακοπαιγμένη παράσταση» και «στρατηγική συγκάλυψης».
Οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις κατήγγειλαν την κυβέρνηση για πολιτική σκοπιμότητα, επιμένοντας ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις των εμπλεκόμενων υπουργών δεν μπορούν να ερευνηθούν επαρκώς από μια απλή Εξεταστική Επιτροπή, αλλά απαιτείται Προανακριτική με εισαγγελικές αρμοδιότητες. Το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., το ΚΚΕ και η Νέα Αριστερά συντόνισαν τη στάση τους, με κοινή απαίτηση να μην παρακαμφθεί η κοινοβουλευτική λογοδοσία μέσω τεχνασμάτων.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης κατήγγειλε ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «εκβιάζεται» από στελέχη του και ότι η Βουλή μετατρέπεται σε εργαλείο αμνήστευσης. Από την πλευρά του, ο Σωκράτης Φάμελλος χαρακτήρισε την πρόταση της ΝΔ για Εξεταστική «επιτροπή-ξέπλυμα», ενώ ο Δημήτρης Κουτσούμπας έκανε λόγο για «πλυντήριο πολιτικών ευθυνών».
Η στάση του πρωθυπουργού και των βουλευτών της ΝΔ χαρακτηρίστηκε από την αντιπολίτευση ως «μεθοδευμένη αποχώρηση», που παραπέμπει σε πρακτικές του παρελθόντος. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ υπενθύμισε τη στάση της ΝΔ στην υπόθεση Παυλίδη και Βατοπεδίου, λέγοντας πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Τόνισε δε ότι η τρίμηνη προθεσμία που δόθηκε στην Εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, σε αντίθεση με τον έναν μήνα για τα Τέμπη, φανερώνει πρόθεση παραγραφής.
Πολιτική υπεράσπιση και κοινοβουλευτική έκβαση
Από την πλευρά τους, οι εμπλεκόμενοι πρώην υπουργοί προσπάθησαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ο Μάκης Βορίδης έκανε λόγο για σύννομες πράξεις και αρνήθηκε κάθε γνώση παρατυπιών, ενώ ο Λευτέρης Αυγενάκης υιοθέτησε επιθετική ρητορική, επιχειρώντας αντιστροφή του κατηγορητηρίου στραφείς εναντίον κυρίως του ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, οι απαντήσεις τους δεν κρίθηκαν πειστικές από την αντιπολίτευση, η οποία εστίασε στον «δημόσιο εκβιασμό» και στην απόπειρα «νομιμοποίησης της ατιμωρησίας».
Η συνεδρίαση έκλεισε μέσα σε τεταμένη ατμόσφαιρα, με τις δύο προτάσεις για σύσταση Προανακριτικής να απορρίπτονται λόγω μη επίτευξης της απαιτούμενης πλειοψηφίας. Αντιθέτως, προκρίθηκε η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για Εξεταστική Επιτροπή, την οποία στήριξε από την αντιπολίτευση, μόνο η Πλεύση Ελευθερίας. Η επιλογή αυτή προκάλεσε νέα ένταση και κατηγορίες για θεσμική εργαλειοποίηση, καθώς σύμφωνα με την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση επιδιώκει να παραπέμψει το σκάνδαλο στις ελληνικές καλένδες.
Αναμφίβολα, η διαχείριση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ εξελίσσεται σε πεδίο μετωπικής σύγκρουσης, όπου κάθε κόμμα προσπαθεί να προωθήσει τη δική του στρατηγική. Η ΝΔ στοχεύει στη γρήγορη αποσυμφόρηση της κοινοβουλευτικής ατζέντας, αποφεύγοντας περαιτέρω πολιτική φθορά. Το ΠΑΣΟΚ διεκδικεί ρόλο αξιόπιστης αντιπολιτευτικής δύναμης, που μπορεί να εγγυηθεί τη θεσμική σταθερότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά επιδιώκουν να καταδείξουν τον πρωθυπουργό ως πολιτικά εκτεθειμένο και ηθικά αποδυναμωμένο.
Το βέβαιο είναι ότι η κοινή γνώμη παρακολουθεί με απογοήτευση τη θεσμική αντιπαράθεση να μετατρέπεται σε στείρα κομματική διαμάχη. Οι πολίτες, κουρασμένοι από τη συστηματική απαξίωση των θεσμών και την αίσθηση κομματικής σύγκρουσης πάνω σε σκάνδαλα, τείνουν να κρατούν αποστάσεις από την πολιτική ζωή. Η αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης στην πολιτική τάξη προϋποθέτει σαφή ανάληψη ευθυνών, θεσμική σοβαρότητα και ουσιαστική λογοδοσία – στοιχεία που, δυστυχώς, παραμένουν ζητούμενα.