Παρά τα επανειλημμένα πολιτικά σοκ που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη έως το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και το ζήτημα των υποκλοπών, η ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη εξακολουθεί να διατηρεί την πολιτική της υπεροχή, όπως δείχνουν όλες οι μετρήσεις. Οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης εμφανίζονται καθηλωμένες σε χαμηλά ποσοστά και ακόμα και τώρα, εν μέσω σκανδάλων και άλλων πληγών της κυβέρνησης, αδυνατούν να διαμορφώσουν ένα πειστικό εναλλακτικό αφήγημα που να προσελκύσει τους πολίτες σε αυτές.
Έλλειψη ενιαίας στρατηγικής
Το βασικότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη ενιαίας στρατηγικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, η Νέα Αριστερά και μικρότερες δυνάμεις, αδυνατούν να συντονίσουν την πολιτική τους (έστω και προσβλέποντας μόνο στο δικό της όφελος κάθε πολιτική δύναμη) ακόμα και μπροστά σε καταφανή πολιτικά σκάνδαλα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ: Το ΠΑΣΟΚ καταθέτει μόνο του πρόταση για Προανακριτική Επιτροπή, ακριβώς για να μην ταυτιστεί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την πλευρά της, η Κουμουνδούρου περιμένει περισσότερα στοιχεία για να προχωρήσει, ενώ Το Κίνημα Δημοκρατίας του Στέφανου Κασσελάκη διατηρεί αποστάσεις ασφαλείας μετά την παταγώδη αποτυχία του χειρισμού της υπόθεσης των Τεμπών.
Αυτό το έλλειμμα συντονισμού αντιπολιτευτικής δράσης -κάτι σαν «αντιΝΔ μέτωπο»- δεν αποδυναμώνει μόνο την επιχειρηματολογία τους, αλλά δίνει και στην κυβέρνηση ένα ανέλπιστο δώρο: τη δυνατότητα να καταγγέλλει κάθε αντιπολιτευτική κίνηση ως στείρα καιροσκοπική σύμπραξη ετερόκλητων δυνάμεων.
Η διαχρονικότητα της διαφθοράς
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως και άλλα προηγούμενα, δεν περιορίζεται χρονικά μόνο στη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Αν και η δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αφορά κυρίως την περίοδο 2019–2022, ο συνολικός έλεγχος περιλαμβάνει και τα έτη 2017–2019, δηλαδή την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ
Η κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται ότι η διαφθορά στις αγροτικές επιδοτήσεις είναι διαχρονικό φαινόμενο. Αυτό το στοιχείο ακυρώνει την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να χρεώσει αποκλειστικά την κυβέρνηση και δημιουργεί στον πολίτη ένα αίσθημα γενικευμένης απαξίωσης απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Η αντίδραση του εκλογικού σώματος δεν είναι λοιπόν η στροφή στην αντιπολίτευση, αλλά η απόσυρση, που σημαίνει αύξηση της αποχής, κλιμάκωση της απαξίωσης, ενίσχυση των «αντισυστημικών» κομμάτων.
«Αν όχι ο Κυριάκος, ποιος;»
Αν όχι ο Κυριάκος, ποιος; Ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν καταφέρει να αναδείξουν πειστικούς πολιτικούς ηγέτες που να εμπνεύσουν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες. Ο πρωθυπουργός παραμένει μακράν ο καταλληλότερος για αυτή τη θέση, παρά τις συνεχείς πολιτικές κρίσεις που ταλανίζουν την κυβέρνησή του. Ο Νίκος Ανδρουλάκης προσπαθεί να εδραιώσει την παρουσία του, αλλά το κόμμα του μοιάζει να διστάζει μεταξύ προγραμματικής σοβαρότητας και ευκαιριακού αντιμητσοτακισμού. Από την άλλη, ο Σωκράτης Φάμελλος αντιμετωπίζεται με αμηχανία ακόμα και από το ίδιο του το κόμμα, ενώ η Νέα Αριστερά και τα μικρότερα σχήματα παραμένουν χωρίς σαφές στίγμα.
Σε αυτό το περιβάλλον, τα σενάρια για «κυβέρνηση ειδικού σκοπού» που δυνητικά θα μπορούσε να αντικαταστήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, μοιάζει πολιτικά άτοπη και ενισχύει τα επιχειρήματα της κυβέρνησης περί «πολιτικής υποκρισίας» και «παρασκηνιακών σχεδίων»
Λείπουν οι θέσεις που να πείθουν. Ακόμα και όταν η αντιπολίτευση καταγγέλλει βάσιμα σκάνδαλα ή παραλείψεις, δεν καταφέρνει να προτείνει πειστική εναλλακτική. Προγράμματα δημοσιοποιούνται, αλλά οι πολίτες τα προσπερνούν με χαρακτηριστική αδιαφορία. Η απουσία θετικής πρότασης πολιτικής, μιας συνεκτικής και κοστολογημένης πλατφόρμας για την επόμενη μέρα που να συνεγείρει τους πολίτες, την καθιστά αντιπολίτευση της αγανάκτησης και όχι της ελπίδας. Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τη φθορά, εμφανίζεται να διαθέτει ένα «πακέτο διακυβέρνησης», το οποίο η αντιπολίτευση δεν έχει καταφέρει να αντικρούσει με ουσιαστικό περιεχόμενο.
Διαβάστε επίσης: Συνάντηση Μητσοτάκη - Ερντογάν: Προσδοκίες, προκλήσεις και ανοιχτές πληγές στα ελληνοτουρκικά
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η ενίσχυση των «κομμάτων- τιμωρών» (Κωνσταντοπούλου, Βελόπουλος, ΚΚΕ), τα οποία ενδεχομένως να αθροίσουν ποσοστά άνω του 30% στις επόμενες εκλογές, αν τουλάχιστον πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, αυτά τα κόμματα δεν διεκδικούν διακυβέρνηση, ούτε επιθυμούν συναινέσεις, κι ως εκ τούτου δεν απειλούν την ηγεμονία της ΝΔ με πραγματικούς όρους εξουσίας.
Συμπερασματικά, σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου οι αποκαλύψεις για κακοδιοίκηση, σκάνδαλα και ευνοιοκρατία είναι σχεδόν εβδομαδιαίες, η ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη θα έπρεπε να έχει καταρρεύσει. Κι όμως, παραμένει ισχυρή. Όχι επειδή η κυβέρνησή του είναι αλώβητη, κάθε άλλο, αλλά επειδή η αντιπολίτευση δεν έχει ακόμα αποδείξει πως αποτελεί σοβαρή εναλλακτική διακυβέρνησης. Σε αυτό το κενό, οι πολίτες δεν βλέπουν φως, αλλά επιλέγουν είτε να μένουν στο σκοτάδι είτε να καταφεύγουν στο θυμικό. Το αποτέλεσμα: η στασιμότητα γίνεται αργά αλλά σταθερά, η νέα κανονικότητα.