Η χθεσινή συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην Κοπεγχάγη ανέδειξε για ακόμη μία φορά τη μεγάλη πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση: πώς θα μετατραπεί από οικονομική και θεσμική ένωση σε μια πολιτική δύναμη με ουσιαστική στρατηγική αυτονομία στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας.
Οι συζητήσεις περιστράφηκαν γύρω από τρία μεγάλα ζητήματα: την ανάγκη κοινής αντιπυραυλικής και αντιαεροπορικής προστασίας, την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας και φυσικά τη συνεχιζόμενη στήριξη προς την Ουκρανία, όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατά την είσοδό του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, λίγο πριν την έναρξή του.
Πανευρωπαϊκό «τείχος άμυνας»
Ένα από τα πιο χειροπιαστά θέματα που συζητήθηκαν ήταν η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού «τείχους άμυνας» απέναντι σε drones, τεχνολογία που χρησιμοποιείται ήδη εκτεταμένα στον πόλεμο της Ουκρανίας. Το σχέδιο προβλέπει την ανάπτυξη κοινών υποδομών και τεχνολογιών ανίχνευσης, αναχαίτισης και καταστροφής μη επανδρωμένων εναέριων συστημάτων, με στόχο να προστατευθεί το σύνολο της ηπείρου από μια πιθανή μαζική επίθεση.
Ωστόσο, πίσω από την ομοφωνία στις γενικές αρχές, εμφανίστηκαν αμέσως τα πρώτα εμπόδια: ποιος θα χρηματοδοτήσει το σχέδιο, ποια κράτη θα συμμετάσχουν ενεργά στην ανάπτυξη τεχνολογιών, αλλά και το ερώτημα αν η πρωτοβουλία αυτή θα συντονιστεί με το ΝΑΤΟ ή θα αναπτυχθεί αποκλειστικά στο πλαίσιο της ΕΕ. Για τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ, όπως η Πολωνία ή οι Βαλτικές Δημοκρατίες, προτεραιότητα έχει η προστασία από πιθανές ρωσικές επιθέσεις. Για τα κράτη του Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία, το ζήτημα δεν περιορίζεται στα ανατολικά σύνορα αλλά περιλαμβάνει και τις απειλές στη Μεσόγειο.
Χρηματοδότηση και αμυντική βιομηχανία
Η Ευρώπη επενδύει διαχρονικά λιγότερο στην άμυνα από τις ΗΠΑ. Τώρα όμως, η ιδέα της δημιουργίας ενός κοινού ταμείου που θα στηρίξει ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα κερδίζει έδαφος, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία της πανδημίας όπου η κοινή αγορά εμβολίων έδειξε τα οφέλη της συλλογικής δράσης.
Η συζήτηση στην Κοπεγχάγη ανέδειξε την ανάγκη να κινητοποιηθούν ευρωπαϊκοί πόροι, είτε μέσω του προϋπολογισμού της ΕΕ είτε με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να στηριχθεί η εγχώρια αμυντική βιομηχανία και να μειωθεί η εξάρτηση από τρίτους.
Εδώ όμως προκύπτει το κλασικό δίλημμα: τα κράτη-μέλη με χαμηλότερες αμυντικές δαπάνες εμφανίζονται απρόθυμα να επιβαρυνθούν με πρόσθετα βάρη, ενώ χώρες που ήδη ξοδεύουν μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ τους, όπως η Ελλάδα, ζητούν να υπάρξει επιμερισμός του κόστους. Παράλληλα, υπάρχουν έντονες πιέσεις από την πλευρά των μεγάλων βιομηχανικών δυνάμεων (Γαλλία, Γερμανία) να διασφαλίσουν ότι η όποια κοινή χρηματοδότηση θα ενισχύσει τις δικές τους εταιρείες.
Ουκρανία και αξιοπιστία της ΕΕ
Από την ευρωπαϊκή ατζέντα, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να λείψει η Ουκρανία. Δύο χρόνια μετά τη ρωσική εισβολή, η ΕΕ θέλει να συνεχίσει την οικονομική και στρατιωτική της στήριξη προς το Κίεβο, παρά την κούραση που καταγράφεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τόνισαν ότι η συνέχιση της βοήθειας είναι απαραίτητη όχι μόνο για την ίδια την Ουκρανία αλλά και για την αξιοπιστία της Ένωσης ως παράγοντα διεθνούς ασφάλειας.
Ωστόσο, κι εδώ οι δυσκολίες είναι εμφανείς: η καθυστέρηση στις παραδόσεις πυρομαχικών, η έλλειψη κοινού σχεδιασμού και οι διαφορετικές προσεγγίσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης αποδυναμώνουν την εικόνα της. Η σύγκριση με τις ΗΠΑ, που εξακολουθούν να παραμένουν ο βασικός πάροχος στρατιωτικής βοήθειας, είναι αναπόφευκτη και εντείνει τη συζήτηση για το πόσο η ΕΕ μπορεί να σταθεί στα πόδια της χωρίς την αμερικανική ομπρέλα.
Γεωγραφικές προτεραιότητες και απειλές
Ένα ακόμη σημείο τριβής ήταν η γεωγραφική εστίαση των νέων ευρωπαϊκών σχεδίων. Οι χώρες του Βορρά και της Ανατολής επιμένουν ότι η Ρωσία είναι η υπ’ αριθμόν ένα απειλή και ζητούν όλα τα κονδύλια και οι πολιτικές να κατευθυνθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα, οι χώρες της νότιας Ευρώπης υπενθυμίζουν ότι η ήπειρος έχει και άλλα σύνορα: τη Μεσόγειο, όπου η αστάθεια στη Βόρεια Αφρική, οι προσφυγικές ροές και η δράση παρακρατικών δυνάμεων αποτελούν διαρκή πηγή απειλών.
Η Ελλάδα, για παράδειγμα, υπογράμμισε ότι κάθε κοινό ευρωπαϊκό έργο άμυνας πρέπει να καλύπτει και τα νοτιοανατολικά σύνορα, που είναι επίσης ευρωπαϊκά. Η θέση αυτή βρίσκει απήχηση στην Ιταλία και την Ισπανία, χώρες που βιώνουν αντίστοιχες πιέσεις. Η συζήτηση, επομένως, δεν αφορά μόνο τεχνικά ζητήματα άμυνας αλλά και το πώς νοείται η ίδια η ευρωπαϊκή γεωπολιτική ταυτότητα.
→ Διαβάστε επίσης: Αλ. Τσίπρας: Προ των πυλών η δημιουργία κόμματος – Σε αδιέξοδο η πολυκέφαλη Αριστερά
Η πρόκληση της επόμενης μέρας
Η Κοπεγχάγη δεν έδωσε απαντήσεις, κατέστησε όμως σαφές ότι η συζήτηση για την άμυνα είναι πλέον στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η Ένωση καλείται να αποφασίσει αν θέλει να εξελιχθεί σε πραγματικό γεωπολιτικό παίκτη ή αν θα παραμείνει μια αγορά με περιορισμένη ικανότητα επιρροής. Το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί από το αν τα κράτη-μέλη είναι διατεθειμένα να παραχωρήσουν μέρος της εθνικής τους κυριαρχίας στον πιο ευαίσθητο τομέα: την άμυνα.
Για την Ελλάδα, η εξέλιξη αυτή είναι κρίσιμη. Από τη μια πλευρά, η Αθήνα έχει κάθε συμφέρον να συμμετάσχει ενεργά σε κοινά προγράμματα που θα ενισχύσουν την αποτρεπτική της ισχύ απέναντι στην Τουρκία. Από την άλλη, πρέπει να διασφαλίσει ότι οι πόροι δεν θα κατευθυνθούν αποκλειστικά προς τα ανατολικά, αφήνοντας ακάλυπτα τα σύνορα της Μεσογείου.
Η Σύνοδος Κορυφής στην Κοπεγχάγη κατέδειξε ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι ηγέτες της αναγνωρίζουν την ανάγκη να κάνουν το επόμενο βήμα προς μια πραγματική αμυντική ένωση, αλλά οι εθνικές προτεραιότητες, οι διαφορετικές απειλές και οι οικονομικές ανισότητες περιπλέκουν το εγχείρημα. Ο δρόμος προς μια κοινή ευρωπαϊκή άμυνα παραμένει δύσβατος, όμως η αίσθηση του κατεπείγοντος μεγαλώνει όσο η γεωπολιτική αναταραχή συνεχίζεται.
Για τον Ευρωπαίο πολίτη, τα ζητήματα αυτά ίσως φαίνονται μακρινά. Ωστόσο, η απόφαση για το πώς θα θωρακιστεί η Ευρώπη θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ηπείρου, συνεπώς και των πολιτών της: δηλαδή, αν η Ευρώπη θα παραμείνει θεατής των εξελίξεων ή αν θα διεκδικήσει το ρόλο του προστάτη του εαυτού της, σε έναν κόσμο που γίνεται ολοένα πιο επικίνδυνος.