Η απόφαση της κυβέρνησης, όπως αποτυπώθηκε στην κυριακάτικη ανάρτηση του πρωθυπουργού, να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση για την ανάθεση της ευθύνης φύλαξης και προστασίας του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, άνοιξε έναν κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης που ξεπερνά τα όρια μιας απλής θεσμικής αλλαγής.
Το εμβληματικό αυτό μνημείο, που βρίσκεται μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων στην Πλατεία Συντάγματος, έχει για δεκαετίες ταυτιστεί όχι μόνο με την ιστορική μνήμη και την τιμή προς τους πεσόντες, αλλά και με τη δημόσια σφαίρα της πολιτικής έκφρασης και των κοινωνικών κινημάτων.
Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης ερμηνεύεται από τους υποστηρικτές της ως θεσμική θωράκιση του μνημείου και διαφύλαξη της εθνικής και λαϊκής ενότητας, ενώ από τους επικριτές της ως προσπάθεια περιορισμού της ελεύθερης πολιτικής έκφρασης στον δημόσιο χώρο και μάλιστα στο πιο συμβολικό σημείο της χώρας. Την πρώτη άποψη εξέφρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και επεξήγησε, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης. Τη δεύτερη αναπαράγουν κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η κυβερνητική θέση
Σύμφωνα με την ανάρτηση Μητσοτάκη, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη «δημιουργήθηκε για να τιμά τους ήρωες που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία» και αποτελεί έναν χώρο «ιστορικής μνήμης, ανοιχτό σε όλους τους Έλληνες και επισκέπτες». Όπως τόνισε, αυτός ο χαρακτήρας του μνημείου πρέπει να διαφυλαχθεί αναλλοίωτος.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τη νέα νομοθετική ρύθμιση θα τερματιστεί η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων που υπήρχε μέχρι σήμερα. Η Αστυνομία είχε την ευθύνη για την τήρηση της τάξης, ο Δήμος Αθηναίων για την καθαριότητα και το Υπουργείο Πολιτισμού για την τεχνική συντήρηση. Πλέον, το Υπουργείο Άμυνας θα έχει τον κεντρικό ρόλο, σε συνεργασία με την Προεδρική Φρουρά.
Αποκλείεται το Υπουργείο Πολιτισμού και ο Δήμος της Αθήνας, που, με τη σημερινή του ηγεσία, δεν είναι και πολύ πρόθυμος να ακολουθήσει τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Η επιλογή αυτή παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως «αποκατάσταση της θεσμικής σοβαρότητας» και προστασία ενός ιστορικού συμβόλου που δεν πρέπει να μετατρέπεται, όπως αναφέρουν κυβερνητικά στελέχη, «σε πεδίο εκδηλώσεων άσχετων με την αποστολή του».
Η απόφαση, όμως, ήρθε λίγες ημέρες μετά την έντονη δημοσιότητα που πήρε η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, με την οποία είχαν γεμίσει τον χώρο μπροστά από το μνημείο αφιερώματα, πανό και αντικείμενα μνήμης για τα θύματα των Τεμπών.
Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, η εικόνα αυτή θεωρήθηκε προσβλητική για το μνημείο και υπήρξε η ανάγκη για «σαφείς κανόνες».
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης
Η αντίδραση της αντιπολίτευσης ήταν άμεση και έντονη. Κόμματα και συλλογικότητες έκαναν λόγο για θεσμικό ολίσθημα, αντιδημοκρατική εκτροπή και πολιτική εργαλειοποίηση ενός εθνικού συμβόλου.
Η Νέα Αριστερά, μέσω του Αλέξη Χαρίτση, χαρακτήρισε απαράδεκτη την εμπλοκή του στρατού με έναν χώρο που παραδοσιακά αποτελεί σημείο λαϊκών κινητοποιήσεων και πολιτικών διεκδικήσεων. «Θα βάλετε τον στρατό να φυλάει τον ιστορικότερο και σημαντικότερο χώρο λαϊκής κινητοποίησης στη χώρα;» διερωτήθηκε ο κ. Χαρίτσης.
Ανάλογη ήταν και η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ), το οποίο δήλωσε ότι το πραγματικό πρόβλημα της κυβέρνησης δεν είναι η διαφύλαξη του χαρακτήρα του μνημείου, αλλά η λαϊκή διαμαρτυρία και κινητοποίηση. Κατά το ΚΚΕ, η ανάθεση του ελέγχου στις Ένοπλες Δυνάμεις αποσκοπεί στον περιορισμό των δυνατοτήτων διαδηλώσεων στο Σύνταγμα.
Το ΠΑΣΟΚ, μέσω του Μιχάλη Κατρίνη, έκανε λόγο για θεσμικό ολίσθημα, τονίζοντας ότι «ο ρόλος των Ενόπλων Δυνάμεων είναι σαφώς καθορισμένος και αφορά την προστασία της χώρας από εξωτερικές απειλές, όχι τον έλεγχο δημόσιων χώρων».
Ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, σε ανάρτησή του, υπογράμμισε ότι «μόνο αυτό έλειπε, στρατός στον Άγνωστο Στρατιώτη». Παράλληλα, αντιπολιτευόμενα μέσα έκαναν λόγο για «τραμπική ρητορική» από την πλευρά του Μεγάρου Μαξίμου και υιοθέτηση δεξιότερης ατζέντας.
Το συμβολικό διακύβευμα
Στην καρδιά της αντιπαράθεσης βρίσκεται το ερώτημα: τι είναι και τι συμβολίζει ο Άγνωστος Στρατιώτης;
Για την κυβέρνηση, είναι ένα εθνικό μνημείο αποκλειστικά αφιερωμένο στη μνήμη των πεσόντων, με χαρακτήρα τιμητικό και έξω από πολιτικές συγκρούσεις και κοινωνικές διεκδικήσεις.
Για ένα μεγάλο κομμάτι της αντιπολίτευσης, όμως, πρόκειται για έναν κατεξοχήν πολιτικό χώρο, λόγω της θέσης του στην Πλατεία Συντάγματος, εκεί όπου έχουν γραφτεί σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας — από τις μεγάλες διαδηλώσεις της Μεταπολίτευσης μέχρι τις κινητοποιήσεις των τελευταίων ετών.
Η μεταφορά των αρμοδιοτήτων στο Υπουργείο Άμυνας, σύμφωνα με τους επικριτές της ρύθμισης, δημιουργεί de facto μια «ζώνη ειδικού καθεστώτος» στην οποία οι διαδηλώσεις θα είναι ουσιαστικά απαγορευμένες. Αυτό ερμηνεύεται ως περιορισμός του δικαιώματος στη διαμαρτυρία, ιδιαίτερα σε έναν από τους πιο συμβολικούς δημόσιους χώρους της χώρας.
Το πολιτικό αποτύπωμα
Στο χώρο του κομματικού συστήματος, η Νέα Δημοκρατία υπερασπίζεται την απόφαση ως «απολύτως θεσμική» και απαραίτητη για την προστασία της ιστορικής μνήμης.
Κυβερνητικά στελέχη, όπως ο Κωστής Χατζηδάκης, τόνισαν ότι «τα μνημεία δεν είναι τόποι διαμαρτυρίας».
Το ΠΑΣΟΚ μιλά για υπέρβαση θεσμικών ορίων και για κίνηση που προκαλεί θεσμικούς κινδύνους εκ μέρους της κυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά καταγγέλλουν θεσμική εκτροπή και στρατιωτικοποίηση δημόσιου χώρου, ενώ, όπως αναφέρθηκε, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας θεωρεί ότι πρόκειται για μέτρο φίμωσης της λαϊκής διαμαρτυρίας.
→ Διαβάστε επίσης: Η επόμενη ημέρα του Αλέξη Τσίπρα: Αλλο πολιτικό σχήμα, παλιές πληγές και νέοι στόχοι
Παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης και συλλογικότητες επικρίνουν την κυβέρνηση για «αποκλεισμό» του χώρου και περιορισμό της αυτονομίας των πολιτών.
Η υπόθεση του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη αναδεικνύει με έντονο τρόπο την ένταση ανάμεσα στη συμβολική διάσταση της ιστορικής μνήμης και την πολιτική χρήση του δημόσιου χώρου.
Από τη μία πλευρά, η κυβέρνηση προβάλλει την ανάγκη «τάξης και σεβασμού», ενώ από την άλλη, οι επικριτές της βλέπουν μια μεθοδευμένη προσπάθεια περιορισμού της δημόσιας παρουσίας της κοινωνίας των πολιτών στο πιο ορατό σημείο της πρωτεύουσας.
Αν και η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν αλλάζει κάτι στη φύλαξη του μνημείου πέραν της «ενοποίησης των αρμοδιοτήτων», είναι σαφές ότι το πολιτικό βάρος της απόφασης είναι πολύ μεγαλύτερο.
Συνεπώς, η αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει δεν αφορά μόνο σε ένα μνημείο. Αφορά στο ποιος έχει δικαίωμα να ορίζει τη φυσιογνωμία του δημόσιου χώρου σε μια Δημοκρατία.