Η χθεσινή συζήτηση στη Βουλή για την κυβερνητική τροπολογία που μεταφέρει την ευθύνη του μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας εξελίχθηκε σε μια έντονα πολιτική αντιπαράθεση, όπως αναμενόταν άλλωστε, αποκαλύπτοντας τις βαθύτερες επιδιώξεις και τις στρατηγικές γραμμές των κομμάτων σε μια περίοδο αυξημένης πόλωσης.
Το κυβερνητικό αφήγημα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να παρουσιάσει τη ρύθμιση ως μια πράξη «εθνικής ευθύνης και δημοκρατικής ευαισθησίας». Με εμφανή συμβολισμό, περιέγραψε το μνημείο ως «ιερό χώρο» που «ανήκει σε όλους τους Έλληνες» και όχι σε πολιτικές ομάδες ή κινήματα.
Ο πρωθυπουργός επιχείρησε να τοποθετήσει την πρωτοβουλία του στο πεδίο του πατριωτικού ρεαλισμού, προτάσσοντας την ανάγκη «να αποκατασταθεί ο σεβασμός και η τάξη» απέναντι σε «ένα σκηνικό κομματικών διαμαρτυριών».
Πίσω όμως από το ρητορικό κάλεσμα για ενότητα, η κυβέρνηση φαίνεται να επιδιώκει κάτι ευρύτερο: να στείλει μήνυμα αποκατάστασης του ελέγχου και της νομιμότητας σε ένα κράτος που τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί πλήγματα αξιοπιστίας, κυρίως μετά τα Τέμπη.
Ο πρωθυπουργός επέμεινε στην ανάγκη οι «κανόνες να ισχύουν για όλους», προβάλλοντας τη ρύθμιση ως έκφραση θεσμικής ωριμότητας. Η επιλογή αυτή συνδέεται και με το προεκλογικό αφήγημα της κυβέρνησης για «σταθερότητα απέναντι στη δημαγωγία».
Αναπόφευκτα, το πολιτικό υπόβαθρο αυτής της κίνησης είναι βαθύτερο. Με την κοινωνία κουρασμένη από τα σκάνδαλα, την ακρίβεια και τα Τέμπη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να μετατοπίσει τη συζήτηση σε σύμβολα εθνικής ενότητας, σε χώρους που προσφέρουν ασφάλεια και υπερηφάνεια.
Ο «Άγνωστος Στρατιώτης» λειτουργεί έτσι ως πολιτικός καθρέφτης: η κυβέρνηση θέλει να δείξει ότι υπερασπίζεται την «κανονικότητα», ενώ η αντιπολίτευση όχι.
Η στάση του ΠΑΣΟΚ
Από την πλευρά του, ο Νίκος Ανδρουλάκης αξιοποίησε τη συζήτηση για να αναδείξει μια διαφορετική πολιτική γραμμή: εκείνη της αντιδιχαστικής ρητορικής και της υπευθυνότητας απέναντι στα εθνικά σύμβολα.
Ενώ διαφωνεί με την τροπολογία, δεν την απορρίπτει για λόγους ουσίας αλλά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. «Η κυβέρνηση», είπε, «μετατρέπει τα πάντα σε όχημα πολιτικής διαχείρισης».
Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επιχείρησε να τοποθετήσει τον εαυτό του ως μετριοπαθή πόλο ανάμεσα σε μια κυβέρνηση που «επιδιώκει τον διχασμό» και μια αντιπολίτευση που συχνά «υποκύπτει στην πόλωση».
Με τον τρόπο αυτό, δεν υπερασπίζεται απλώς το δικαίωμα των συναθροίσεων, αλλά το δικαίωμα της κοινωνίας να μην εγκλωβίζεται σε έναν πόλεμο συμβόλων.
Η στάση αυτή, ωστόσο, ενέχει και πολιτικό ρίσκο. Καθώς οι ψηφοφόροι αναζητούν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, η επιλογή του «μεσαίου δρόμου» μπορεί να εκληφθεί ως έλλειψη αποφασιστικότητας.
Από την άλλη, η εμμονή του αρχηγού της αντιπολίτευσης στην ανάγκη για «πολιτικό ήθος και σοβαρότητα» προβάλλει το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα της θεσμικής υπευθυνότητας, ένα αφήγημα που ο ίδιος καλλιεργεί συστηματικά.
Η οπτική του ΣΥΡΙΖΑ
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε σε σφοδρή καταγγελία της κυβέρνησης, κάνοντας λόγο για «αντισυνταγματική ρύθμιση» και «απόπειρα περιστολής των ελευθεριών».
Στην οπτική του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική πρωτοβουλία δεν αφορά στην προστασία του μνημείου, αλλά στην επιβολή ενός νέου καθεστώτος περιορισμών στην κοινωνική διαμαρτυρία.
Η ρητορική του Σωκράτη Φάμελλου συνδέει το θέμα με μια γενικότερη αφήγηση περί «αυταρχισμού» και «τραμπισμού» του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε έτσι το κλασικό διαχωριστικό πλαίσιο «Δημοκρατία – Συντηρητισμός», αποσκοπώντας στην ενεργοποίηση του αριστερού ακροατηρίου.
Στην ουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει στο μνημείο μια αλληγορία για τη σύγκρουση κοινωνίας και εξουσίας. Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, η απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, η επιμονή των οικογενειών των θυμάτων — όλα αυτά επανασυνδέουν το μνημείο με το αίτημα για Δικαιοσύνη.
Γι’ αυτό και η ρύθμιση εκλαμβάνεται ως πολιτική πράξη αποξένωσης του λαού από τον συμβολισμό του ίδιου του κράτους.
Η παρέμβαση Δένδια
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η γραπτή δήλωση που έκανε χθες το απόγευμα ο υπουργός Άμυνας.
Ο Νίκος Δένδιας στοιχήθηκε πίσω από την κυβερνητική γραμμή όταν είπε ότι το μνημείο «δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης πολιτικών επιδιώξεων», ωστόσο συντάχθηκε με την πρόταση του Προέδρου της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα περί αποσύνδεσης του θέματος από την τρέχουσα επικαιρότητα.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ξεκάθαρη θέση Δένδια ότι «το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν το μνημείο σαν αντικείμενο άσκησης πολιτικής και διχασμού της κοινωνίας».
Τρεις διαφορετικές Ελλάδες
Η αντιπαράθεση γύρω από τον Άγνωστο Στρατιώτη αποκαλύπτει τρεις διαφορετικές Ελλάδες:
- Τη θεσμική Ελλάδα, που ζητά πειθαρχία και σεβασμό στους θεσμούς.
- Τη μετριοπαθή Ελλάδα, που αναζητά συνεννόηση χωρίς να χάνει την κριτική της φωνή.
- Και τη λαϊκή Ελλάδα, που βλέπει τα σύμβολα ως χώρο διαμαρτυρίας.
→ Διαβάστε επίσης: Μνημείο Αγνώστου Στρατιώτη: Νέα πολιτική θύελλα στη Βουλή για την κυβερνητική τροπολογία
Ο συμβολισμός του μνημείου
Στην πραγματικότητα, πίσω από τη ρητορική για τον «ιερό χώρο», αναμετριούνται δύο αντιλήψεις για τη δημοκρατία: η μία που θέλει το κράτος να εγγυάται την τάξη και την αξιοπρέπεια, και η άλλη που θέλει τον πολίτη να έχει δικαίωμα να αμφισβητεί, ακόμα και εκεί όπου το κράτος ορίζει σιωπή.
Το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, τόπος σιωπής και εθνικής μνήμης, μετατράπηκε σε πολιτική αρένα.
Η συζήτηση στη Βουλή απέδειξε ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να παλεύει για τον ορισμό της συλλογικής της ταυτότητας: είναι η χώρα της ενότητας ή η χώρα της διαμαρτυρίας;
Και αν οι κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, το μνημείο θα παραμένει, για να θυμίζει πως ο σεβασμός στην Ιστορία δεν είναι προνόμιο κανενός κόμματος, αλλά υποχρέωση όλων.