Αμέσως μετά το τέλος της εορταστικής ανάπαυλας και την είσοδο της νέας χρονιάς, η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να κινηθεί σε ένα ιδιαίτερα σύνθετο και ρευστό περιβάλλον. Οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, οι μεταβαλλόμενες ισορροπίες στις σχέσεις με την Τουρκία, η επαναδραστηριοποίηση της Λιβύης στο πεδίο των θαλασσίων ζωνών, αλλά και τα ανοιχτά ζητήματα στα Βαλκάνια, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο στο οποίο η Αθήνα επιχειρεί να συνδυάσει σταθερότητα, διάλογο και προάσπιση των πάγιων εθνικών θέσεων.
Σύμφωνα με τον απολογισμό και τις εκτιμήσεις που γίνονται στο υπουργείο Εξωτερικών, τρία είναι τα βασικά μέτωπα που θα καθορίσουν τους προσανατολισμούς της ελληνικής διπλωματίας με την αλλαγή του χρόνου: η Τουρκία, η Λιβύη και η Βόρεια Μακεδονία. Κοινός παρονομαστής και στα τρία είναι η προσπάθεια διαχείρισης χρόνιων διαφορών χωρίς εκτροχιασμό της ευρύτερης στρατηγικής σταθερότητας που επιδιώκει η Αθήνα.
Ελληνοτουρκικά: Ελεγχόμενη επικοινωνία με σαφή όρια
Στο ελληνοτουρκικό πεδίο, η κυβέρνηση εμφανίζεται να επενδύει στη λογική της «ελεγχόμενης επικοινωνίας». Η προοπτική σύγκλησης του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας στις αρχές του 2026, εφόσον το επιτρέψουν οι συνθήκες, δεν προβάλλεται ως προσδοκία θεαματικών αποτελεσμάτων, αλλά ως αναγκαίο εργαλείο διατήρησης διαύλων σε μια σχέση που παραμένει βαθιά προβληματική.
Η Αθήνα επιμένει ότι ζητήματα κυριαρχίας δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ότι η μόνη διαφορά που μπορεί να συζητηθεί είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, όταν και εφόσον υπάρξει το κατάλληλο πλαίσιο. Από την άλλη πλευρά, η Άγκυρα εξακολουθεί να θέτει ένα ευρύτερο πακέτο θεμάτων, γεγονός που συντηρεί μια εγγενή ασυμμετρία προσδοκιών.
Η διάσταση των σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες
Βέβαια, η ελληνική στρατηγική δεν εξαντλείται στη διαχείριση των ελληνοτουρκικών. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποδίδεται στις σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στο επίπεδο της ασφάλειας όσο και στο ενεργειακό πεδίο. Ο επικείμενος νέος γύρος στρατηγικού διαλόγου και η προοπτική επίσκεψης υψηλόβαθμων Αμερικανών αξιωματούχων στην Αθήνα εντός του 2026 εντάσσονται σε μια προσπάθεια εμβάθυνσης της συνεργασίας, σε μια περίοδο που η Ουάσιγκτον επιδιώκει να μειώσει τις περιφερειακές εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, προκειμένου να προωθήσει ευρύτερους γεωοικονομικούς σχεδιασμούς.
Λιβύη: Διάλογος χωρίς αυταπάτες
Στο λιβυκό μέτωπο, η ελληνική διπλωματία επιχειρεί εδώ και μήνες μια προσεκτική επανεκκίνηση. Η επανέναρξη των τεχνικών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση της Τρίπολης για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, σε συνδυασμό με τις δημόσιες δηλώσεις του προέδρου της λιβυκής Βουλής Αγκίλα Σάλεχ περί παρανομίας του τουρκολιβυκού μνημονίου, δημιουργούν ένα παράθυρο ευκαιρίας, χωρίς όμως αυταπάτες.
Έμπειροι διπλωμάτες επισημαίνουν ότι η λιβυκή πολιτική σκηνή παραμένει κατακερματισμένη και ότι οι αντιφατικές τοποθετήσεις αξιωματούχων αντανακλούν εσωτερικές ισορροπίες και εξωτερικές πιέσεις. Η Αθήνα, πάντως, εμφανίζεται διατεθειμένη να επενδύσει στον διάλογο, θεωρώντας ότι κάθε διαδικασία που βασίζεται στο διεθνές δίκαιο μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδυναμώσει το τουρκολιβυκό αφήγημα.
Βόρεια Μακεδονία και Συμφωνία των Πρεσπών
Παράλληλα, το ζήτημα της Βόρειας Μακεδονίας παραμένει ανοιχτό, κυρίως ως προς την πλήρη και συνεπή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας στα Σκόπια περί επαναφοράς του ονόματος «Μακεδονία» στο εσωτερικό προκαλούν έντονη ενόχληση στην Αθήνα, η οποία συνδέει ευθέως την ευρωπαϊκή πορεία της γειτονικής χώρας με τον σεβασμό του erga omnes χαρακτήρα της συμφωνίας.
Εδώ, η ελληνική στάση επιδιώκει να ισορροπήσει ανάμεσα στη στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων και στην ανάγκη προστασίας της αξιοπιστίας διεθνών δεσμεύσεων.
→ Διαβάστε επίσης: ΠΑΣΟΚ: Στο μεταίχμιο κοινωνικής δυσαρέσκειας και δημοσκοπικής στασιμότητας - Οι προκλήσεις του 2026
Στρατηγική χαμηλών τόνων με σαφή όρια
Συνολικά, η εικόνα που προκύπτει για την ελληνική εξωτερική πολιτική στην αυγή του νέου έτους είναι αυτή μιας στρατηγικής «χαμηλών τόνων με σαφή όρια». Η κυβέρνηση επιλέγει να αποφύγει τις μεγάλες ρητορικές εξάρσεις, επενδύοντας σε πολυμερείς συνεργασίες, περιφερειακά σχήματα και στο διεθνές δίκαιο ως βασικό εργαλείο.
Τα «υπέρ» αυτής της προσέγγισης είναι προφανή: συμβάλλει στη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, μειώνει τον κίνδυνο αιφνίδιων κρίσεων και διατηρεί ανοικτές τις προοπτικές διαλόγου. Από την άλλη, δεν λείπουν οι κριτικές ότι η έμφαση στη σταθερότητα μπορεί να οδηγήσει σε παρατεταμένη διαχείριση εκκρεμοτήτων χωρίς ουσιαστική πρόοδο, ιδίως απέναντι σε αναθεωρητικές λογικές της απέναντι πλευράς του Αιγαίου.
Το πολιτικό συμπέρασμα είναι ότι το 2026 δεν προμηνύεται έτος θεαματικών λύσεων, αλλά μάλλον μια περίοδος σώφρονος διαχείρισης κρίσιμων ισορροπιών. Η επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα κριθεί στο κατά πόσο θα μπορέσει να μετατρέψει τη σχετική περιφερειακή κινητικότητα σε απτά οφέλη, χωρίς να υπονομεύσει τις κόκκινες γραμμές της χώρας. Σε ένα περιβάλλον όπου οι διεθνείς συσχετισμοί μεταβάλλονται ταχύτατα, η πρόκληση δεν είναι απλώς να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις, αλλά να διατηρήσει την ικανότητα προσαρμογής χωρίς απώλεια στρατηγικού προσανατολισμού.