Οι τελευταίες ημέρες του 2025 βρίσκουν τη Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση αντιμέτωπες με ένα τοπίο σύνθετο, ρευστό και περισσότερο απαιτητικό από κάθε άλλη χρονιά της δεύτερης θητείας Μητσοτάκη. Η κυβέρνηση έχει ήδη συμπληρώσει έξι και πλέον χρόνια εξουσίας, μια περίοδο αρκετή ώστε φυσιολογικά να έχει φθαρεί πολιτικά, αλλά και αρκετή ώστε να έχει αποδείξει ότι μπορεί να αντέξει κρίσεις και μεταβολές συσχετισμών. Όμως η νέα χρονιά δεν μοιάζει με τις προηγούμενες. Οι συνθήκες δείχνουν πως το 2026 είναι το έτος στο οποίο θα κριθεί αν η Νέα Δημοκρατία μπορεί να ανασυγκροτήσει το πολιτικό κεφάλαιο που έχει απωλέσει, να περιορίσει τις ζημιές και να χτίσει ξανά ένα σαφές αφήγημα υπεροχής, αυτοπεποίθησης και προοπτικής.
Δύο ταυτόχρονες πραγματικότητες στις μετρήσεις
Τα τελευταία στοιχεία των μετρήσεων αποτυπώνουν ταυτόχρονα δύο πραγματικότητες: μία ενθαρρυντική και μία απειλητική για το κυβερνών κόμμα. Από τη μία πλευρά, η Νέα Δημοκρατία διατηρεί ακόμη μια ισχυρή δεξαμενή δυνητικής επιρροής, η οποία προσεγγίζει το 30% στην εκτίμηση ψήφου. Το ποσοστό αυτό, αν και εμφανώς χαμηλότερο σε σύγκριση με τις αναμετρήσεις του 2023, εξακολουθεί να συνιστά ένα κρίσιμο όριο που επιτρέπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να διατηρεί την προοπτική πρωτιάς στις επόμενες εκλογές και να παραμένει ο κυρίαρχος πολιτικός παίκτης στο σύστημα. Όπως δείχνουν οι μετρήσεις, πάνω από το ένα τρίτο των πολιτών εξακολουθούν να θεωρούν ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση, ενώ ανάλογο ποσοστό αντιμετωπίζει θετικά τον απολογισμό της χρονιάς για την Ελλάδα.
Παράλληλα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει σαφώς μπροστά στον δείκτη καταλληλότητας για την πρωθυπουργία. Η καταγραφή αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι, σε μια περίοδο όπου το πολιτικό σύστημα αρχίζει να αναδιαμορφώνεται, η προσωπική υπεροχή του πρωθυπουργού λειτουργεί ως ανάχωμα στη φθορά του κόμματος και ως βασικός άξονας συσπείρωσης.
Η εμφανής φθορά και τα κοινωνικά μέτωπα
Η άλλη πραγματικότητα, ωστόσο, είναι πιο ανησυχητική. Η φθορά της Νέας Δημοκρατίας είναι πια εμφανής. Η απομάκρυνση ψηφοφόρων είναι μετρήσιμη, ενώ αρκετοί δηλώνουν πως δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν στη βάση του κόμματος. Η αγροτική κινητοποίηση, που αναμένεται να συνεχιστεί στις αρχές του 2026, αποδείχθηκε όχι μόνο κοινωνικά ανθεκτική, αλλά και δημοσκοπικά επιβαρυντική για την κυβέρνηση. Οι αγρότες εμφανίζονται αποφασισμένοι να παραμείνουν στα μπλόκα, ενώ η κοινή γνώμη δείχνει να συμμερίζεται σε υψηλά ποσοστά τα αιτήματά τους.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει προσθέσει έναν ακόμη παράγοντα δυσπιστίας. Η υπόθεση πλήττει το αφήγημα της θεσμικής αξιοπιστίας, αναζωπυρώνει το αντισυστημικό ρεύμα και δημιουργεί εντυπώσεις που ξεπερνούν τα όρια του αγροτικού πληθυσμού. Το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία κατέγραφε επί χρόνια προνομιακές επιδόσεις στις αγροτικές περιοχές αυξάνει το ρίσκο: οι διαρροές σε αυτές τις περιφέρειες θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από το ποσοστό τους στο εκλογικό σώμα.
Την ίδια στιγμή, η κοινή γνώμη εμφανίζεται κουρασμένη από τη μακρά διακυβέρνηση. Στοιχείο-κλειδί αποτελεί η σταδιακή μετατόπιση των διαθέσεων υπέρ της προσφυγής σε εκλογές πριν από το 2027. Ενώ το 2024 το 70% των πολιτών τάσσονταν υπέρ της εξάντλησης της τετραετίας, σήμερα πάνω από τους μισούς δηλώνουν πως επιθυμούν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες.
Εσωκομματικές ισορροπίες και δημόσια συζήτηση
Ένα ακόμη επίπεδο πολιτικής πολυπλοκότητας για τη Νέα Δημοκρατία διαμορφώνεται εντός του κόμματος. Οι εθνικές επιτυχίες, όπως η ανάδειξη Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup και η απόκτηση της φρεγάτας «Κίμων» με τον Νίκο Δένδια στο προσκήνιο, έχουν δημιουργήσει μια νέα δημόσια συζήτηση γύρω από τους πιθανούς διεκδικητές ηγετικού ρόλου την επόμενη ημέρα.
Αυτό το δίπολο, ωστόσο, μπορεί να λειτουργήσει διττά. Από τη μία πλευρά, ενισχύει το αφήγημα κυβερνητικής συνέχειας, αξιοπιστίας και διεθνούς ρόλου της Ελλάδας. Από την άλλη, η προβολή προσώπων πέραν του πρωθυπουργού εντείνει μια συζήτηση που βρίσκεται ακόμη μακριά από τις ανάγκες της πολιτικής συγκυρίας και μπορεί να δημιουργήσει εσωτερικές εντάσεις, τις οποίες η κυβέρνηση δεν έχει συμφέρον να επιτρέψει πριν από τις επόμενες εκλογές.
Το 2026 ξεκινά με την κυβέρνηση να έχει μπροστά της μια σειρά ανοιχτών θεμάτων, με κορυφαίο εκείνο των αγροτικών κινητοποιήσεων. Η κλιμάκωση των συγκεντρώσεων στα μπλόκα, η στήριξη από την κοινή γνώμη και η έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις δημιουργούν ένα σύνθετο περιβάλλον αβεβαιότητας. Η κυβέρνηση καλείται να βρει έναν τρόπο να συνδυάσει ρεαλισμό και ευελιξία, χωρίς να παραβιάσει τα δημοσιονομικά όρια ή το ευρωπαϊκό πλαίσιο που δεσμεύει τις επιλογές της.
Ταυτόχρονα, η οικονομική και κοινωνική πολιτική αποτελεί πηγή ευκαιριών, αλλά και κινδύνων. Η αύξηση εισοδημάτων, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και οι μεταρρυθμίσεις στο κράτος μπορούν να λειτουργήσουν ως πεδία πολιτικής ανάκαμψης. Όμως η ακρίβεια, το στεγαστικό πρόβλημα και το κόστος ζωής παραμένουν ζητήματα υψηλής προτεραιότητας και θα απαιτήσουν συγκεκριμένες απαντήσεις εντός του 2026.
Η Νέα Δημοκρατία έχει προφανή στόχο: να διατηρήσει ποσοστό πάνω από 30% στην κάλπη του 2027 (ή νωρίτερα, αν οι εξελίξεις οδηγήσουν σε πρόωρη προσφυγή). Το ποσοστό αυτό δεν επαρκεί για αυτοδυναμία, αλλά αποτελεί το αναγκαίο εφαλτήριο για πιθανή επαναληπτική αναμέτρηση, όπου το μπόνους εδρών θα διαμορφώσει νέες ισορροπίες. Στρατηγικά, το 30% λειτουργεί ως γραμμή άμυνας: αν το κόμμα υποχωρήσει πολύ κάτω από το όριο αυτό, η πιθανότητα συνεργασιών, διαπραγματεύσεων και συνολικών αλλαγών στο πολιτικό σκηνικό αυξάνει.
Εδώ, όμως, ανιχνεύεται και το πιο κρίσιμο δίλημμα της νέας χρονιάς: μπορεί η κυβέρνηση να ανακτήσει το πολιτικό βάρος που χρειάζεται για να προσέλθει με αυτοπεποίθηση στην προεκλογική περίοδο; Ή οι εξελίξεις στο κοινωνικό, οικονομικό και θεσμικό πεδίο θα οδηγήσουν σε περαιτέρω υποχώρηση;
Παρά τις δυσκολίες, το νέο έτος προσφέρει σημαντικά περιθώρια ανάκαμψης για τη Νέα Δημοκρατία.
1.Η απουσία ενός ισχυρού αντιπάλου: η αντιπολίτευση, τόσο η κεντροαριστερή όσο και αυτή που κινείται δεξιότερα της ΝΔ, παραμένει χωρίς σαφές αφήγημα διακυβέρνησης.
2.Το διεθνές κεφάλαιο του Κυριάκου Μητσοτάκη: η προσωπική του αξιοπιστία και η σταθερή διεθνής πορεία της χώρας ενισχύουν το κυβερνητικό πλεονέκτημα.
3.Η οικονομική προοπτική: η χώρα δείχνει σημάδια ανθεκτικότητας, με καλύτερους δείκτες ανάπτυξης και επενδύσεις που προχωρούν.
4.Οι μεταρρυθμίσεις: η αποτελεσματικότητα σε τομείς όπως το στεγαστικό και η υγεία μπορεί να αποδώσει πολιτικούς καρπούς.
Ωστόσο, οι πιθανές παγίδες είναι εξίσου καθοριστικές:
1.Η συνέχιση των αγροτικών κινητοποιήσεων μπορεί να μετατραπεί σε μόνιμη πληγή.
2.Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ μπορεί να επαναφέρει συζητήσεις περί διαφθοράς.
3.Η κόπωση της κοινωνίας από την πολυετή κυβερνητική παρουσία είναι εμφανής.
4.Νέα πολιτικά σχήματα μπορεί να απορροφήσουν διαρροές από τη δεξιά ή το κέντρο.
5.Η οικονομία, αν επιβραδυνθεί, μπορεί να αλλάξει ριζικά τα δεδομένα.
Το 2026 δεν είναι απλώς ένα ακόμη έτος διακυβέρνησης. Είναι το κρίσιμο σημείο όπου η Νέα Δημοκρατία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης καλούνται να διαχειριστούν ταυτόχρονα τις δυσκολίες μιας μακράς παραμονής στην εξουσία, τις πιέσεις από κοινωνικά μέτωπα και τις απαιτήσεις ενός εκλογικού σώματος που αναζητά σταθερότητα αλλά και απαντήσεις.
Η νέα χρονιά μπορεί να αποτελέσει είτε την αρχή μιας πορείας ανάκαμψης είτε την επιβεβαίωση μιας μακράς πολιτικής φθοράς. Η ισορροπία είναι λεπτή και το σκοινί, πραγματικά, τεντωμένο.