Ο κίνδυνος της λειψυδρίας, η ανάγκη για στρατηγική διαχείριση των υδάτινων πόρων και οι επενδύσεις σε υποδομές βρέθηκαν στο επίκεντρο συζήτησης με τη συμμετοχή του Διευθύνοντος Συμβούλου της ΕΥΑΘ, Άνθιμου Αμανατίδη, του Partner της Deloitte Greece, Κωνσταντίνου Ελευθεριάδη και του Καθηγητή του ΑΠΘ, Ιωάννη Κατσογιάννη, στο πλαίσιο του συνεδρίου «Ελλάδα 2030: βιώσιμη ανάπτυξη στην εποχή των κρίσεων» που διοργανώνει η Ημερησία σε συνεργασία με το OPEN TV και το «Έθνος» στη Θεσσαλονίκη.
Οι τρεις ομιλητές ανέδειξαν τόσο την κρισιμότητα της ορθολογικής χρήσης του νερού όσο και τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή, με τον δημόσιο διάλογο να επικεντρώνεται σε έργα, επενδύσεις, κανονισμούς και συμπράξεις για τη βιώσιμη διαχείριση.
Αμανατίδης: Αναβάθμιση υποδομών, βελτιστοποίηση του κύκλου νερού
Παρουσιάζοντας τη στρατηγική της ΕΥΑΘ, ο Άνθιμος Αμανατίδης σημείωσε ότι αυτή βασίζεται σε δύο άξονες: την αναβάθμιση των υποδομών και τη βελτιστοποίηση του κύκλου του νερού, καθώς και την αύξηση του διαθέσιμου πόρου. Όπως τόνισε μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στις παρεμβάσεις στις οποίες προχωρά η εταιρεία, ο εκσυγχρονισμός του μετρητικού στόλου θα προσφέρει ακριβέστερα δεδομένα, ενώ η επέκταση των εγκαταστάσεων διύλισης νερού θα δώσε τη δυνατότητα υδροδότησης περιοχών γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Όπως ανέφερε, οι κινήσεις αυτές θα φέρουν αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 40%.
Ο κ. Αμανατίδης υπογράμμισε ακόμη ότι η ΕΥΑΘ επεξεργάζεται καθημερινά 140-150 χιλιάδες κυβικά μέτρα λυμάτων, τα οποία καταλήγουν πεντακάθαρα στον Θερμαϊκό, με σημαντικό ενεργειακό κόστος, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιούνται για άρδευση. «Προσπαθήσαμε να τα διαθέσουμε δωρεάν στους αγρότες, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση, καθώς αντλούν απευθείας από τον Αλιάκμονα», ανέφερε, τονίζοντας την ανάγκη αλλαγής κουλτούρας και αυστηρότερων κανονισμών.
Παράλληλα, προανήγγειλε εξελίξεις γύρω από το placement του 5% των μετοχών της ΕΥΑΘ, ώστε να τηρηθεί η χρηματιστηριακή απαίτηση διασποράς στο 25%. Δεδομένου ότι το Δημόσιο θα συνεχίσει να κατέχει το 50%+1 των μετοχών, το ποσοστό αυτό θα πρέπει να προέλθει είτε από το 25% του Υπερταμείου είτε από το 5,6% της Veolia. Καθίσταται σαφές επομένως ότι το ποσοστό αυτό θα προέλθει από το Υπερταμείο.
Κλείνοντας, τόνισε ότι η ΕΥΑΘ διατηρεί σταθερή την τιμολογιακή της πολιτική από το 2010 και επισήμανε ότι το νερό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως δωρεάν αγαθό: «Πρέπει να αποκτήσουμε παιδεία και να συνειδητοποιήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο δημόσιο αγαθό και στο δωρεάν», είπε.
Έλλειψη εθνική στρατηγικής
Ο κ. Ελευθεριάδης υπογράμμισε ότι η λειψυδρία εντείνεται λόγω κλιματικής αλλαγής, με την Ελλάδα να κατατάσσεται 19η παγκοσμίως στον κίνδυνο έλλειψης νερού. Σημείωσε ότι οι επιπτώσεις στην οικονομία είναι σημαντικές: σε αναπτυσσόμενες χώρες η έλλειψη νερού πλήττει το ΑΕΠ έως και 15%, ενώ στις ανεπτυγμένες κατά 8%.
Έκανε ειδική αναφορά στις περιοχές υψηλού κινδύνου – νησιά, Θεσσαλία, Πελοπόννησος – και επισήμανε ότι, αν και υπάρχουν λίστες έργων ύψους 10-13 δισ. ευρώ για την επόμενη 15ετία, λείπει μια εθνική στρατηγική με συνέργειες και κεντρικό συντονισμό. «Σήμερα 740 φορείς ασχολούνται με το νερό, με το 70-80% αυτών να μην είναι βιώσιμοι», ανέφερε, προχωρώντας σε σύγκριση με άλλες χώρες που συνένωσαν οργανισμούς για καλύτερη διαχείριση.
Υποστήριξε ότι τα τιμολόγια στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, ακόμη και αν συνυπολογιστεί το εισόδημα. «Αν δεν γίνουν έργα, θα έχουμε λιγότερο νερό με ίδια έξοδα, άρα υψηλότερο κόστος», τόνισε, προσθέτοντας ότι επενδύσεις σε έργα με μακρά διάρκεια ζωής, όπως φράγματα, μπορούν να απλώσουν το κόστος σε πολλές δεκαετίες.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στα νησιά των Κυκλάδων, όπου το νερό κοστίζει 5-6 ευρώ/κυβικό, έναντι μόλις 1 ευρώ στην Αθήνα, κάνοντας λόγο για ανάγκη δικαιότερης κατανομής του κόστους.
Μεγάλο ζήτημα η άρδευση
Από την πλευρά του ο Καθηγητής του ΑΠΘ κ. Ιωάννης Κατσογιάννης ξεκαθάρισε ότι το επείγον ζήτημα αφορά την άρδευση, καθώς απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού που δεν μπορούν να καλυφθούν από αφαλάτωση λόγω κόστους. «Η αφαλάτωση είναι λύση για ύδρευση, όχι για άρδευση», σημείωσε, επισημαίνοντας ότι απουσιάζει ένα πανελλαδικό πλάνο που μεταξύ άλλων να περιλαμβάνει εκπαίδευση των αγροτών για άρδευση ακριβείας και αξιοποίηση τεχνολογιών όπως η μέτρηση υγρασίας εδάφους.
Επεσήμανε την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού στην Αττική, όπου υπάρχουν περιορισμένα αποθέματα, σε αντίθεση με τη Δυτική Μακεδονία - για παράδειγμα - που έχει άφθονο νερό αλλά μικρό πληθυσμό. Αναφέρθηκε επίσης στα προβλήματα τεχνογνωσίας των τοπικών ΔΕΥΑ στη διαχείριση μονάδων αφαλάτωσης στα νησιά.
Καίρια χαρακτήρισε την επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων υδάτων, που φτάνουν τα 500 εκατ. κυβικά μέτρα ετησίως, κυρίως για άρδευση. «Το κόστος των έργων είναι προβλέψιμο· το κόστος της ερημοποίησης όχι», προειδοποίησε, τονίζοντας την ανάγκη για συνδυασμό έργων μακράς πνοής, όπως μεγάλα φράγματα, ενώ υποστήριξε ότι ακόμα και στην Αττική θα χρειαστεί να εγκατασταθούν μονάδες αφαλάτωσης που θα βρίσκονται σε καθεστώς stand-by.
Στάθηκε επίσης στο πρόβλημα των παλαιωμένων δικτύων, όπου χάνεται από το 10% έως και το 50% του νερού, ενώ καταλήγοντας ζήτησε καμπάνιες ενημέρωσης από το κράτος σε συνεργασία με τις εταιρείες ύδρευσης, ώστε να εμπεδωθεί ότι το νερό είναι μεν δημόσιο αγαθό, αλλά όχι δωρεάν. «Οι εξελίξεις λόγω κλιματικής αλλαγής τρέχουν τόσο γρήγορα που κινδυνεύουμε να μένουμε πίσω», κατέληξε.