Ολική επαναφορά καταγράφει τον Οκτώβριο το ενεργειακό «σιδηρούν παραπέτασμα» που χωρίζει τη Δυτική από την Ανατολική Ευρώπη, με τις τιμές χονδρικής του ρεύματος ανατολικά του άξονα Βαλτικής – Αδριατικής να κινούνται, αν και με διαφοροποιήσεις ανά χώρα, σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα από ό,τι στα δυτικά της ηπείρου.
Όπως προκύπτει από τον μέσο όρο των τιμών της Αγοράς Επόμενης Ημέρας (Day Ahead Market - DAM) για τις 27 ημέρες του Οκτωβρίου (έως χθες Δευτέρα), οι τιμές στη Βαλκανική χερσόνησο έχουν «χτυπήσει κόκκινο». Στην κορυφή βρίσκεται η Βόρεια Μακεδονία, όπου η μέση τιμή χονδρικής κατά τον τρέχοντα μήνα διαμορφώνεται στα 128,33 ευρώ/MWh, ακολουθούμενη από τη Σερβία (124,91 ευρώ/MWh), την Ουγγαρία (123,09 ευρώ/MWh), τη Ρουμανία (122,08 ευρώ/MWh) και τη Βουλγαρία (121,89 ευρώ/MWh).
Στον αντίποδα, στις χώρες της Σκανδιναβικής Χερσονήσου και της Δυτικής Ευρώπης οι τιμές του ρεύματος παραμένουν αισθητά χαμηλότερες. Η φθηνότερη τιμή χονδρικής καταγράφεται στη Σουηδία (35,08 ευρώ/MWh), ενώ ακολουθεί η Νορβηγία (37,47 ευρώ/MWh), η Φινλανδία (47,28 ευρώ/MWh), η Γαλλία (57,95 ευρώ/MWh) και την πεντάδα συμπληρώνει η Ισπανία (72,22 ευρώ/MWh).
Η εικόνα στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η μέση τιμή χονδρικής του ρεύματος για τον Οκτώβριο ανήλθε στα 111,77 ευρώ/MWh, κατατάσσοντας τη χώρα στις ακριβές της Ευρώπης, αν και παραμένει χαμηλότερη σε σχέση με τις περισσότερες γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Η αύξηση ωστόσο σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο (μέσος όρος 92,75 ευρώ/MWh) είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αγγίζει το 20,5% - και ως εκ τούτου αποτελεί ερώτημα αν οι μεγάλοι πάροχοι ενέργειας θα επιλέξουν να απορροφήσουν το κόστος ή αν θα το μετακυλίσουν στους καταναλωτές.
Προβληματισμός
Το ενεργειακό χάσμα μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης έχει επισημανθεί επανειλημμένως τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκό επίπεδο – και από την ελληνική πλευρά. Η υπέρμετρη επιβάρυνση των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων αλλά και των κρατικών προϋπολογισμών στο ήμισυ της θεωρητικά ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στις χώρες που βλέπουν τη Δυτική Ευρώπη να αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα χάρη στο χαμηλότερο ενεργειακό κόστος.
Το ζήτημα είχε αναδείξει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με επιστολή του προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τον Σεπτέμβριο του 2024, στην οποίαν σημείωνε μεταξύ άλλων ότι το σύστημα διαμόρφωσης των τιμών «είναι τόσο πολύπλοκο και αδιαφανές, που είναι σχεδόν αδύνατο να κατανοήσουμε τι ακριβώς επηρεάζει τις τιμές σε κάθε δεδομένη στιγμή».
«Έχουμε δημιουργήσει ένα ακατανόητο “μαύρο κουτί”, ακόμη και για τους ειδικούς», ανέφερε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως «δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πειστικά στους πολίτες μας γιατί η τιμή που πληρώνουν αυξάνεται τόσο ξαφνικά – κάτι που, σε πολιτικό επίπεδο, είναι απαράδεκτο».
Η Task Force
Τον Ιούλιο του 2025 το ζήτημα βρέθηκε στο επίκεντρο της Task Force για την Ενεργειακή Ένωση, με την Κομισιόν να καλεί τα κράτη-μέλη να ενημερώνουν εάν έχουν λάβει – ή σκοπεύουν να λάβουν – μέτρα για:
- τη μεγιστοποίηση της διασυνοριακής δυναμικότητας που είναι διαθέσιμη για εμπόριο,
- τη διασφάλιση αποτελεσματικού συντονισμού για τη συντήρηση των δικτύων και εγκαταστάσεων,
- τη βελτίωση της ευελιξίας του συστήματος, μεταξύ άλλων μέσω της αποθήκευσης, και
- τη μείωση της ζήτησης κατά τις ώρες αιχμής.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι αποκλίσεις μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Ευρώπης δεν έφτασαν τα δυσθεώρητα επίπεδα του 2024, όταν για ορισμένες ώρες η διαφορά τιμών μεταξύ γειτονικών χωρών ξεπερνούσε τα 100 ευρώ/MWh, ωστόσο το χάσμα παρέμεινε ενεργό και επανεμφανίστηκε εμφατικά τον Οκτώβριο.
→ Διαβάστε επίσης: Ρεύμα: Γιατί ακριβαίνει ενώ οι ΑΠΕ αυξάνονται - Το target model, η αγορά εξισορρόπησης και το κενό στην αποθήκευση
Η παρέμβαση Τσάφου στο CESEC
Σε αυτό το πλαίσιο ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, κατά την παρέμβασή του στη συνάντηση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για την Ενεργειακή Συνδεσιμότητα της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (CESEC), που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στο Βουκουρέστι, επανήλθε στο ζήτημα των έντονων αποκλίσεων στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ, επισημαίνοντας την ανάγκη λήψης συντονισμένων μέτρων για τη λειτουργία στην πράξη της ενιαίας εσωτερικής αγοράς.
Ο κ. Τσάφος τόνισε ότι η εσωτερική αγορά έχει αποδυναμωθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς οι διαφορές στις τιμές έχουν διευρυνθεί αντί να μειωθούν, ενώ ακόμη και μεταξύ των χωρών της CESEC οι διαφορές αυτές μπορεί να είναι σημαντικές - ενδεικτικά σήμερα η πιο ακριβή ζώνη είναι 30% ακριβότερη από τη φθηνότερη.
Σημείωσε ακόμη ότι ο ACER (ευρωπαϊκός οργανισμός των ρυθμιστών) έχει υποδείξει ότι οι διαφορές αυτές δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ανεπαρκών διασυνδέσεων, αλλά οφείλονται και σε κανονισμούς που παρεμποδίζουν την ελεύθερη αγορά, και υπογράμμισε ότι οι χώρες - μέλη οφείλουν να προχωρήσουν στην υλοποίηση των προτάσεων του ACER.
Σημειώνεται ότι κατά την παρέμβασή του ο κ. Τσάφος αναφέρθηκε και στην αγορά φυσικού αερίου, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα έχει επενδύσει στις υποδομές και στη διασυνδεσιμότητα και καλώντας «να χρησιμοποιούμε αυτά που χτίσαμε αλλά να βεβαιωθούμε ότι θα κόψουμε πραγματικά το ρωσικό αέριο - και να παρακολουθούμε τις τιμές φυσικού αερίου που είναι χαμηλότερες από πέρσι αλλά η αγορά είναι πάντα ευμετάβλητη».