Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Γαλλία και η Γερμανία καταδίκασαν έντονα τις απαγορεύσεις χορήγησης βίζας που επέβαλαν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση της διαδικτυακής ρητορικής μίσους και της παραπληροφόρησης, με τις Βρυξέλλες να προειδοποιούν ότι η Ε.Ε. μπορεί να «αντιδράσει άμεσα και αποφασιστικά» απέναντι σε όσα χαρακτηρίζει αδικαιολόγητα μέτρα.
Η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε την Τρίτη απαγορεύσεις εισόδου σε πέντε Ευρωπαίους πολίτες, μεταξύ των οποίων και ο Γάλλος πρώην επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Τιερί Μπρετόν, τον οποίο η Ουάσιγκτον κατηγορεί ότι εργάστηκε για τη λογοκρισία της ελευθερίας της έκφρασης ή ότι στοχοποίησε αμερικανικούς τεχνολογικούς κολοσσούς μέσω υπερβολικά αυστηρών κανονιστικών ρυθμίσεων.
Η αντίδραση των Βρυξελλών
Εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε ότι η Κομισιόν «καταδικάζει σθεναρά την απόφαση των ΗΠΑ», τονίζοντας ότι «η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα στην Ευρώπη και κοινή βασική αξία με τις Ηνωμένες Πολιτείες σε ολόκληρο τον δημοκρατικό κόσμο».
Οι απαγορεύσεις αυτές εκτιμάται ότι θα οξύνουν περαιτέρω τις αποκλίσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και ορισμένων ευρωπαϊκών πρωτευουσών σε κρίσιμα ζητήματα, όπως η ελευθερία του λόγου, η άμυνα, η μετανάστευση, η άνοδος της άκρας δεξιάς, το εμπόριο και ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Τα μέτρα έρχονται, μάλιστα, λίγες εβδομάδες μετά τη δημοσίευση Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, η οποία προειδοποιούσε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει κίνδυνο «πολιτισμικής εξαφάνισης» και ότι πρέπει να αλλάξει πορεία προκειμένου να παραμείνει αξιόπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο ρόλος του DSA και η σύγκρουση με τις ΗΠΑ
Ο Τιερί Μπρετόν υπήρξε ένας από τους βασικούς αρχιτέκτονες του Κανονισμού για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (Digital Services Act – DSA), της εμβληματικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας που στοχεύει στη δημιουργία ενός ασφαλέστερου διαδικτυακού περιβάλλοντος. Ο κανονισμός αυτός έχει προκαλέσει έντονη δυσαρέσκεια σε αμερικανικούς κυβερνητικούς κύκλους.
Η ένταση κορυφώθηκε μετά την πρόσφατη απόφαση των Βρυξελλών να επιβάλουν πρόστιμο 120 εκατ. ευρώ στην πλατφόρμα X για παραβίαση των κανόνων σχετικά με το διαδικτυακό περιεχόμενο. Ο επικεφαλής της πλατφόρμας, Ιλον Μασκ, και ο Μπρετόν έχουν επανειλημμένα συγκρουστεί δημόσια για τη ρύθμιση της τεχνολογίας στην Ευρώπη, με τον Μασκ να έχει χαρακτηρίσει τον Γάλλο πολιτικό «τύραννο της Ευρώπης».
Στο πλαίσιο των αμερικανικών μέτρων στοχοποιήθηκαν επίσης ο Ίμραν Άχμεντ, Βρετανός διευθύνων σύμβουλος του αμερικανικού Center for Countering Digital Hate, η Άννα-Λένα φον Χόντενμπεργκ και η Γιοζεφίν Μπάλον από τη γερμανική μη κερδοσκοπική οργάνωση HateAid, καθώς και η Κλερ Μέλφορντ, συνιδρύτρια του Global Disinformation Index, σύμφωνα με δήλωση της υφυπουργού Δημόσιας Διπλωματίας των ΗΠΑ Σάρα Ρότζερς.
Η ευρωπαϊκή απάντηση και οι δηλώσεις Μακρόν
Ο κανονισμός DSA αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να υποχρεώσει τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες να αντιμετωπίζουν πιο αποτελεσματικά παράνομο περιεχόμενο, όπως η ρητορική μίσους και το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η Ουάσιγκτον, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση επιβάλλει αδικαιολόγητους περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης και ότι ο κανονισμός στοχοποιεί δυσανάλογα αμερικανικές εταιρείες και πολίτες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απάντησε ότι η Ε.Ε. έχει το κυριαρχικό δικαίωμα να ρυθμίζει την οικονομική δραστηριότητα στην ενιαία αγορά της και γνωστοποίησε ότι έχει ζητήσει περαιτέρω διευκρινίσεις από την αμερικανική πλευρά. «Εάν χρειαστεί, θα απαντήσουμε άμεσα και αποφασιστικά για να υπερασπιστούμε τη ρυθμιστική μας αυτονομία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος της Κομισιόν.
Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν χαρακτήρισε τα μέτρα «εκφοβισμό και εξαναγκασμό», με στόχο την υπονόμευση της ευρωπαϊκής ψηφιακής κυριαρχίας. Σε ανάρτησή του επισήμανε ότι ο DSA εγκρίθηκε μέσω δημοκρατικής διαδικασίας, δεν στοχοποιεί καμία τρίτη χώρα και αποσκοπεί στη διασφάλιση θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ των πλατφορμών, καθώς και στο να ισχύει στον ψηφιακό κόσμο ό,τι είναι παράνομο και εκτός διαδικτύου.
Ο Μπρετόν, πρώην υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και επίτροπος Εσωτερικής Αγοράς της Ε.Ε. την περίοδο 2019–2024, είναι το πιο προβεβλημένο πρόσωπο μεταξύ όσων επηρεάζονται από τις απαγορεύσεις. «Επιστρέφει το κυνήγι μαγισσών του ΜακΚάρθι;» έγραψε σε ανάρτησή του, υπενθυμίζοντας ότι το 90% του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και όλα τα 27 κράτη-μέλη ψήφισαν υπέρ του DSA. «Η λογοκρισία δεν βρίσκεται εκεί που νομίζετε», πρόσθεσε, απευθυνόμενος «στους Αμερικανούς φίλους».
Η στάση της Γερμανίας και οι αντιδράσεις
Το υπουργείο Δικαιοσύνης της Γερμανίας δήλωσε ότι οι δύο Γερμανοί ακτιβιστές έχουν την πλήρη στήριξη και αλληλεγγύη της κυβέρνησης, χαρακτηρίζοντας τις απαγορεύσεις βίζας απαράδεκτες. Όπως ανέφερε, η HateAid στηρίζει άτομα που πλήττονται από παράνομη ψηφιακή ρητορική μίσους. «Όποιος χαρακτηρίζει αυτό λογοκρισία, παραποιεί το συνταγματικό μας σύστημα», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι «οι κανόνες για τον ψηφιακό χώρο στη Γερμανία και στην Ευρώπη δεν αποφασίζονται στην Ουάσιγκτον».
Εκπρόσωπος του Global Disinformation Index χαρακτήρισε τις απαγορεύσεις «αυταρχική επίθεση στην ελευθερία του λόγου» και «κατάφωρη πράξη κρατικής λογοκρισίας», υποστηρίζοντας ότι η κυβέρνηση Τραμπ χρησιμοποιεί το πλήρες βάρος του ομοσπονδιακού κράτους για να εκφοβίσει και να φιμώσει φωνές με τις οποίες διαφωνεί.
Σημειώνεται ότι ο Τιερί Μπρετόν δεν είναι ο πρώτος Γάλλος πολίτης που στοχοποιείται από την κυβέρνηση Τραμπ. Τον περασμένο Αύγουστο, η Ουάσιγκτον είχε επιβάλει κυρώσεις στον Γάλλο δικαστή Νικολά Γιαν Γκιγιού, μέλος του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, για τη στάση του δικαστηρίου απέναντι σε Ισραηλινούς ηγέτες και για παλαιότερη απόφαση διερεύνησης υποθέσεων που αφορούσαν Αμερικανούς αξιωματούχους.
Με πληροφορίες από Reuters