Το γεγονός ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας στηρίχτηκε σε επενδύσεις με μεσομακροπρόθεσμη απόδοση, ιδιαιτέρως δημόσιες επενδύσεις, και στη μείωση της ανεργίας δικαιολογεί την περιορισμένη βελτίωση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας κατά 1% (σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) το 2024, σύμφωνα με το ΚΕΠΕ (έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας)
Κατά την περίοδο 2023–2024, σημειώνει η έκθεση, η ελληνική οικονομία συνέχισε να μεγεθύνεται με υψηλότερο ρυθμό από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% ήταν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, αντικατοπτρίζοντας την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, μέσω της μείωσης της ανεργίας, της αύξησης της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, της βελτίωσης της αποδοτικότητας και της σημαντικής αναβάθμισης της ποιότητας των επενδύσεων.
Η ελληνική παραγωγικότητα ανέκαμψε ήπια, με αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 1% σε όρους ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 0,77% σε όρους ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας. Αντίθετα, η ΕΖ19 και η ΕΕ27 παρουσίασαν μηδενικές ή οριακά θετικές μεταβολές.
Οι προβλέψεις έως το 2026 είναι θετικές: αναμένεται σωρευτική αύξηση 2,3% στο ΑΕΠ ανά εργαζόμενο και 2,0% στο ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας. Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) κατέγραψε αύξηση 1,1% το 2024. Η συμβολή της έντασης κεφαλαίου στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ήταν οριακή και η παραγωγικότητα του κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 1,5% το 2024, υποδεικνύοντας βαθμιαία ομαλοποίηση και καλύτερη αξιοποίηση του φυσικού κεφαλαίου.
Το γεγονός ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας στηρίχτηκε σε επενδύσεις με μεσομακροπρόθεσμη απόδοση (ιδιαιτέρως δημόσιες επενδύσεις) και στη μείωση της ανεργίας δικαιολογεί την περιορισμένη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Ταυτοχρόνως αναδεικνύει ότι η περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας απαιτεί επενδύσεις με κατάλληλα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, υποδηλώνεται ότι η συντήρηση ή και η αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης θα μπορούσε να προέλθει από τη βελτίωση του βαθμού απασχόλησης του εργατικού δυναμικού σε βαθμό μεγαλύτερο από τη μείωση της ανεργίας, η οποία θα προέλθει από τη μείωση του ανενεργού (εκτός εργασίας και εκτός εκπαίδευσης) πληθυσμού, διότι ο καταγεγραμμένος άνεργος πληθυσμός αρχίζει να προσεγγίζει το ανθρώπινο δυναμικό με ελάσσονες δεξιότητες.
Παραμένει κρίσιμη η δημοσιονομική εξυγίανση
Η δημοσιονομική εξυγίανση παραμένει κρίσιμη για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Η μείωση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ και το σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα —που προήλθε από περιορισμό δαπανών και αύξηση εσόδων— διευκολύνουν τη δυνατότητα μελλοντικών επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, καινοτομία και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, όπως η αγροδιατροφή, η καθαρή ενέργεια, οι πρώτες ύλες και η άμυνα. Παράλληλα, η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσω σύγχρονων συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης κρίνεται απαραίτητη για την προσαρμογή του εργατικού δυναμικού στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της παραγωγής.
Χαμηλή αποδοτικότητα δημοσίων δαπανών
Η δημόσια διοίκηση εξακολουθεί να αποτελεί σημείο χρόνιων αδυναμιών. Η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλή αποδοτικότητα δημόσιων δαπανών, υπολειπόμενη του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Βασικές προτεραιότητες πολιτικής περιλαμβάνουν την υιοθέτηση προϋπολογισμού βάσει αποτελεσμάτων, τη διαφάνεια και την ενίσχυση της λογοδοσίας.
Υστέρηση στην Ε&Α
Παρά την πρόοδο της τελευταίας δεκαετίας στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α), η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά ως προς την ένταση Ε&Α, τις επιχειρηματικές δαπάνες και την εμπορική αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Η χώρα παρουσιάζει υψηλή επιστημονική παραγωγή και σημαντικό αριθμό ετεροαναφορών, αλλά χαμηλή κατοχύρωση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και περιορισμένες εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας. Το ελληνικό οικοσύστημα καινοτομίας διατηρεί ισχυρά ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά. Η ενίσχυση της επιχειρηματικής Ε&Α και η ενδυνάμωση των συνεργειών μεταξύ πανεπιστημίων−ερευνητικών κέντρων και βιομηχανίας αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την αναβάθμιση της τεχνολογικής βάσης της οικονομίας.
Χαμηλή ψηφιακή ανταγωνιστικότητα
Η ψηφιακή ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας παραμένει χαμηλή, παρά τις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μετά την πανδημία. Παρά τη βελτίωση στον ψηφιακό δημόσιο τομέα, η Ελλάδα εξακολουθεί να υστερεί σε ταχύτητα υιοθέτησης ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις, στις ψηφιακές δεξιότητες των εργαζομένων και στη διαχείριση της κυβερνοασφάλειας.
Η μεταποίηση μικρότερη από ότι στην ΕΕ
Στο παραγωγικό σκέλος της οικονομίας, η μεταποίηση έχει παρουσιάσει βελτιώσεις, αλλά το μερίδιό της στο ΑΕΠ (8,7%) παραμένει σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ27 (14%). Η ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης αποτελεί στρατηγική αναγκαιότητα για την παραγωγική αναβάθμιση της χώρας. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συμβάλλει καθοριστικά, χρηματοδοτώντας κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός των επιχειρήσεων, ο χωροταξικός σχεδιασμός βιομηχανικών πάρκων, το ρυθμιστικό πλαίσιο για τη δέσμευση και αποθήκευση CO₂, καθώς και εμβληματικά προγράμματα («Έξυπνη Βιομηχανία», «Νέα Βιομηχανικά Πάρκα», «Produc-e Green»). Σημαντικές πρωτοβουλίες αναπτύσσονται και στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, με στόχο την ενίσχυση των δυνατοτήτων της και την ενθάρρυνση διεθνών συνεργασιών.
Η βελτίωση της παραγωγικότητας, η ενίσχυση του τεχνολογικού δυναμικού, η αναβάθμιση των θεσμών και η ενίσχυση της βιομηχανικής βάσης αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να επιτευχθεί διατηρήσιμη σύγκλιση με την Ευρώπη. Η αξιοποίηση παραγωγικών επενδυτικών ευκαιριών, η ενίσχυση της Ε&Α και ο ψηφιακός μετασχηματισμός μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες για μια νέα περίοδο υψηλής παραγωγικότητας και οικονομικής ανθεκτικότητας.