Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς ιδιώτες, συνταξιούχους και φορολογουμένους εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, παρά τις επανειλημμένες δεσμεύσεις για τον περιορισμό τους. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, τον Ιούλιο το συνολικό ύψος των οφειλών, συμπεριλαμβανομένων και των εκκρεμών επιστροφών φόρων, ανήλθε σε 3,54 δισ. ευρώ. Η εικόνα αυτή αναδεικνύει ότι η κρατική μηχανή, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε ορισμένους τομείς, συνεχίζει να συσσωρεύει «φέσια», επιβαρύνοντας την αγορά και περιορίζοντας τη ρευστότητα.
Η υγεία στο επίκεντρο
Η μεγαλύτερη πίεση καταγράφεται στον τομέα της υγείας, όπου τα δημόσια νοσοκομεία εξακολουθούν να εμφανίζουν καθυστερήσεις στην εξόφληση των προμηθευτών τους. Το πρόβλημα δεν είναι νέο. Ήδη από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας η χώρα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση των κανόνων που επιβάλλουν έγκαιρη πληρωμή των ιδιωτών από τον δημόσιο τομέα. Παρά την ίδρυση της Εθνικής Κεντρικής Αρχής Προμηθειών Υγείας και τις κατευθύνσεις που έχουν δοθεί για την επιτάχυνση των διαδικασιών, η μείωση των εκκρεμοτήτων παραμένει αργή, γεγονός που δημιουργεί ασφυκτικές συνθήκες σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Αναλυτικά στοιχεία Ιουλίου
- Νοσοκομεία: Οι συνολικές υποχρεώσεις προς προμηθευτές ανήλθαν σε 1,498 δισ. ευρώ. Το ποσό είναι μεν μειωμένο κατά 101 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούνιο, ωστόσο παραμένει αυξημένο κατά 334 εκατ. ευρώ συγκριτικά με την αρχή του έτους, γεγονός που αποτυπώνει την αδυναμία συστηματικής μείωσης των εκκρεμοτήτων.
- Ασφαλιστικά ταμεία: Οι οφειλές των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης ανήλθαν σε 623 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας μηνιαία αύξηση κατά 11 εκατ. ευρώ και ετήσια κατά 38 εκατ. ευρώ. Οι καθυστερήσεις εστιάζονται κυρίως στην απονομή κύριων και επικουρικών συντάξεων. Η σύγκριση με το 2017, όταν τα αντίστοιχα χρέη είχαν αγγίξει το ιστορικό υψηλό των 1,531 δισ. ευρώ, δείχνει ότι έχει επιτευχθεί πρόοδος, ωστόσο η συσσώρευση νέων εκκρεμοτήτων ενέχει κινδύνους.
- Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ): Οι οφειλές δήμων και περιφερειών μειώθηκαν στα 247 εκατ. ευρώ, δείχνοντας τάσεις αποκλιμάκωσης.
- Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου: Οι υποχρεώσεις παρέμειναν αμετάβλητες στα 222 εκατ. ευρώ.
- Επιστροφές φόρων: Αποτελούν ένα ακόμη πεδίο προβληματισμού. Τον Ιούλιο οι εκκρεμείς επιστροφές φόρων ανήλθαν σε 732 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 10 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Ιούνιο. Από αυτά, 329 εκατ. ευρώ αφορούν καθυστερήσεις άνω των 90 ημερών, 403 εκατ. ευρώ καθυστερούν για διάστημα μικρότερο, ενώ 218 εκατ. ευρώ παραμένουν αδιάθετα καθώς η ΑΑΔΕ αναζητά ακόμη τους δικαιούχους ή τα απαραίτητα δικαιολογητικά.
Αναλυτικότερη κατανομή δείχνει ότι από το σύνολο των επιστροφών, τα 221 εκατ. ευρώ αφορούν άμεσους φόρους, τα 389 εκατ. ευρώ έμμεσους και τα 115 εκατ. ευρώ προέρχονται από μη φορολογικά έσοδα. Η παρατεταμένη καθυστέρηση σε ένα περιβάλλον υψηλών χρηματοδοτικών αναγκών στερεί από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πολύτιμη ρευστότητα, περιορίζοντας την κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Ευρωπαϊκό πλαίσιο και επιπτώσεις στην οικονομία
Η διατήρηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών σε αυτά τα επίπεδα δεν συνιστά μόνο εσωτερικό πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η ταχεία εκκαθάριση τους αποτελεί βασικό δείκτη υγιούς δημοσιονομικής διαχείρισης και διαφάνειας. Κάθε καθυστέρηση πλήττει την αξιοπιστία της χώρας έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών, ενώ μπορεί να επηρεάσει και τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.
Για την εγχώρια οικονομία, οι καθυστερήσεις μεταφράζονται σε περιορισμό της ρευστότητας των επιχειρήσεων, σε αύξηση του κόστους δανεισμού για όσες αναγκάζονται να αναζητήσουν κεφάλαια στην αγορά, καθώς και σε αναβολές επενδύσεων. Στην περίπτωση των συντάξεων, η κοινωνική διάσταση είναι εξίσου σημαντική, καθώς οι καθυστερήσεις δημιουργούν ανασφάλεια σε χιλιάδες ασφαλισμένους.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί για επιτάχυνση της εκκαθάρισης και για την πλήρη εφαρμογή μηχανισμών παρακολούθησης των οφειλών, με στόχο τη μείωση τους σε βιώσιμα επίπεδα. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα τελευταία στοιχεία, η πορεία προς τον μηδενισμό των εκκρεμοτήτων αποδεικνύεται αργή και απαιτεί συντονισμένες παρεμβάσεις, τόσο στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης όσο και στην αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.