Σχεδόν οι μισοί από τους 20.000 δυνητικά δικαιούχους του προγράμματος «Σπίτι μου» έχουν πάρει έγκριση από την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα (ΕΑΤ), έχουν δηλαδή βρει το δικό τους σπίτι, που μπορεί να μην είναι των ονείρων τους, αλλά θα το αποκτήσουν με χαμηλότοκο δάνειο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία μέχρι τις 31 Ιουλίου 2025, από την αρχή του προγράμματος, στα μέσα Ιανουαρίου η ΕΑΤ έχει εγκρίνει 9.151 αιτήσεις συνολικού προϋπολογισμού 1,086 δις ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του συνολικού προϋπολογισμού του προγράμματος των 2 δις ευρώ (1 δισ. ευρώ από το ΤΑΑ και 1 δισ. ευρώ από τις συνεργαζόμενες τράπεζες).
«Κλειδί στο χέρι» για περισσότερους νέους ιδιοκτήτες
Ήδη έχουν εκταμιευθεί 2.561 δάνεια, συνολικού ποσού 277.409.143 ευρώ, και οι νέοι ιδιοκτήτες βρέθηκαν στα τέλη του μήνα με το «κλειδί στο χέρι». Σημειώνεται ότι μέχρι τις 10 Ιουλίου είναι εκταμιευθεί 1.736 δάνεια συνολικού ύψους 185.807.794 ευρώ και μέχρι τις 5 Ιουνίου 613 δάνεια ύψους 64.137.773 ευρώ. Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι οι τράπεζες που έχουν δώσει συνολικά 30.421 προεγκρίσεις συνολικής αξίας 3,671 δις ευρώ «τρέχουν» με υψηλές ταχύτητες τις εκταμιεύσεις μετά το «πράσινο φως» της ΕΑΤ.
Ράλι τιμών και έλλειψη προσφοράς «ροκανίζουν» τα οφέλη
Με την πλήρη απορρόφηση των πόρων του προγράμματος παραμένει το μεγαλύτερο στοίχημα, σε μια εποχή που οι τράπεζες παλεύουν για την τόνωση της στεγαστικής πίστης. Το ράλι των τιμών των ακινήτων αποτελεί τροχοπέδη και εξανεμίζει τα οφέλη του προγράμματος «Σπίτι μου 2», δηλαδή το χαμηλό επιτόκιο. Για παράδειγμα, ένα ακίνητο που πριν από ένα χρόνο κόστιζε 150.000 ευρώ, σήμερα μπορεί να είναι 20.000–40.000 ευρώ ακριβότερο. Άρα, είτε απαιτούνται περισσότερα ίδια κεφάλαια είτε μεγαλύτερος δανεισμός, ωστόσο δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν να βρεθούν.
Η κύρια κριτική για το πρόγραμμα είναι ότι ενισχύει την ήδη υπερβάλλουσα ζήτηση, ενώ υπάρχει σοβαρό ζήτημα προσφοράς ακινήτων. Προσφορά που, για τα ακίνητα του «Σπίτι μου 2», περιορίζεται περαιτέρω, καθώς θα πρέπει να έχει παλαιότητα μέχρι τις 31/12/2007 (έκδοση ή αναθεώρηση οικοδομικής άδειας μέχρι 31/12/2005).
Μειώνεται η προσιτότητα – ανεβαίνει ο δείκτης affordability
Σε μελέτη της Eurobank (Μάιος 2025) υπογραμμίζεται ότι η ανεπάρκεια της προσφοράς οδηγεί σε αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών που είναι ταχύτερες από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μειώνεται η προσιτότητά τους για τους πολίτες.
Εάν συγκριθούν οι τιμές των κατοικιών με τα εισοδήματα των νοικοκυριών, το οποίο αποτελεί έναν δείκτη για την προσιτότητα της αγοράς κατοικίας (affordability), ο σχετικός λόγος έχει σημειώσει αύξηση μεγαλύτερη του 20% σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία και προσεγγίζει πλέον τα επίπεδα προ κρίσης.
Ενδεικτικά, το 2007 η μέση τιμή μιας κατοικίας στην Ελλάδα ήταν ίση με 14,3 φορές το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα, έναντι διάμεσης τιμής 12,7 φορές στην Ευρωζώνη. Καθώς η πτώση των τιμών των κατοικιών ήταν μεγαλύτερη αναλογικά από τη μείωση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης, ο λόγος αυτός βελτιώθηκε σημαντικά, παραμένοντας όμως ελαφρώς υψηλότερος από το διάμεσο της Ευρωζώνης – 11,4 έναντι 11 τη χρονιά πριν την εξάπλωση της πανδημίας του COVID-19. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία (2022), ο λόγος αυτός είχε αυξηθεί στο 12,5.
Αναμένονται πρωτοβουλίες στη ΔΕΘ και ευρωπαϊκή ενίσχυση
Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι κρίκοι της «στεγαστικής αλυσίδας» βρίσκονται εν αναμονή της δέσμης μέτρων για την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος που θα ανακοινώσει στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός. Υπό εξέταση είναι η νέα κλίμακα στη φορολογία εισοδήματος από ενοίκια, περαιτέρω περιορισμοί στα ακίνητα βραχυχρόνιας μίσθωσης, φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις για παροχή στεγαστικού επιδόματος στους εργαζομένους, διευκολύνσεις σε τράπεζες και servicers ώστε να πέσουν στην αγορά ακίνητα που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους κ.ά.
Καθοριστικό ρόλο στο ελληνικό σχέδιο θα έχει το πρώτο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Προσιτής Κατοικίας – αντιμέτωποι με τη στεγαστική κρίση είναι εκατομμύρια Ευρωπαίοι – που αναμένεται να υλοποιηθεί το επόμενο έτος. Το ευρωπαϊκό σχέδιο αποσκοπεί στη στήριξη των κρατών μελών, των περιφερειών και των πόλεων της ΕΕ ώστε να ενισχύσουν τη διαθεσιμότητα και την προσβασιμότητα σε προσιτές κατοικίες, κινητοποιώντας δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις.