Η εκλογή του νέου δημάρχου της Νέας Υόρκης, του πρώτου μουσουλμάνου στην ιστορία της πόλης, αποτελεί γεγονός με σημασία που υπερβαίνει τα όρια της τοπικής πολιτικής. Δεν πρόκειται απλώς για μια αλλαγή προσώπου στη δημαρχία, αλλά για μια βαθύτερη μετατόπιση στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες αντιλαμβάνονται την πολιτική εκπροσώπηση και τη δημόσια εικόνα των ηγετών τους. Αν το 2016 το Λονδίνο άνοιξε τον δρόμο με την εκλογή του Σαντίκ Καν, σήμερα η Νέα Υόρκη επιβεβαιώνει ότι η πολυπολιτισμικότητα δεν είναι πλέον απλώς μια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και πολιτική δύναμη.
Η εκλογή του νέου δημάρχου δε θα είχε ίσως επιτευχθεί χωρίς τη στρατηγική αξιοποίηση των νέων μέσων επικοινωνίας. Η καμπάνια του υπήρξε υπόδειγμα του πώς η πολιτική προσαρμόζεται στη γλώσσα των social media: όχι απλώς στη χρήση τους ως εργαλείων προβολής, αλλά ως μέσων ταύτισης. Ως επαγγελματίες, καλούμαστε να εκπαιδεύουμε τον κάθε υποψήφιο στη χρήση και στον τρόπο προβολής... με τους περισσότερους να είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Υπάρχουν όμως και φυσικά ταλέντα. Ο συγκεκριμένος υποψήφιος δεν παρουσίασε τον εαυτό του ως παραδοσιακό πολιτικό, αλλά ως πρόσωπο οικείο, αυθεντικό, με ανθρώπινη καθημερινότητα, με συναισθηματική διαφάνεια και σαφή κοινωνική θέση. Το επικοινωνιακό γκελ είναι χάρισμα. Η πολιτική του επικοινωνία δε στηρίχθηκε στην εξουσία, αλλά στην κοινότητα. Στα reels του έδινε την αίσθηση ότι δε μιλά «στο λαό», αλλά συνομιλεί μαζί του.
Αυτή η επικοινωνιακή προσέγγιση συνιστά τομή. Αν η πολιτική του προηγούμενου αιώνα βασιζόταν στην απόσταση και το κύρος, η πολιτική της νέας εποχής βασίζεται στην εγγύτητα και την αφήγηση. Αυτό πρέπει να κατανοηθεί πλήρως από όλους τους επίδοξους πολιτικούς που φαντάζονται τους εαυτούς τους ως δημόσια πρόσωπα. Ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης κατάφερε να οικοδομήσει μια προσωπική ιστορία που έγινε συλλογικό αφήγημα: ο γιος μεταναστών, ο νέος που μεγάλωσε μέσα στις αντιφάσεις της πόλης, ο άνθρωπος που γνωρίζει τα προβλήματα γιατί τα έχει ζήσει. Ωραίο storytelling και αληθινό. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αυτή η αφήγηση βρήκε πρόσφορο έδαφος. Οι εικόνες του δεν ήταν στημένες· είχαν το στοιχείο της αμεσότητας, της στιγμής, της αλήθειας. Το μήνυμα δεν ήταν «είμαι ο δήμαρχος που χρειάζεστε», αλλά «είμαι ένας από εσάς».
Σε μια εποχή όπου η πολιτική επικοινωνία μοιάζει όλο και πιο αποκομμένη από την κοινωνία, ή άσχημα "στημένη" πίσω από χάλια βίντεο που ανεβαίνουν στο tik tok γιατί απλά πρέπει να είσαι στην πλατφόρμα προς αναζήτηση νεανικών κοινών, η στρατηγική του ανέτρεψε τους παραδοσιακούς κανόνες. Δεν επένδυσε σε ακριβές καμπάνιες ή επαγγελματικά διαφημιστικά, αλλά σε ένα ψηφιακό οικοσύστημα αυθεντικότητας και δικής του αλήθειας: αλληλεπίδραση με χρήστες, ερωτήσεις, βίντεο χωρίς φίλτρα, μικρές καθημερινές στιγμές που λειτουργούν ως πολιτικές δηλώσεις. Το πρόσωπο, το βλέμμα, ο τόνος της φωνής, η απλότητα της γλώσσας έγιναν μέρος της πολιτικής του ταυτότητας. Η επικοινωνία του συνδύασε στοιχεία πολιτικού ρεαλισμού με συναισθηματική ευφυΐα...ήταν ταυτόχρονα πολιτική και προσωπική.
Αυτή η στρατηγική δεν είναι τυχαία. Αντικατοπτρίζει την ευρύτερη στροφή της πολιτικής επικοινωνίας προς τη λογική της «ψηφιακής οικειότητας». Ο ηγέτης δεν χρειάζεται πλέον να πείσει για το πρόγραμμά του. Χρειάζεται να πείσει για τον εαυτό του. Οι πολίτες αναζητούν αυθεντικότητα σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από επιτήδευση, fake news και στημένες περσόνες. Ο νέος δήμαρχος κατανόησε ότι η δύναμη της εικόνας δεν βρίσκεται στην τελειότητα, αλλά στην ατέλεια...ότι το βίντεο από το κινητό μπορεί να είναι πιο πειστικό από το τηλεοπτικό σποτ. Στο TikTok, στο Instagram, στα podcast και στις live συζητήσεις, χτίζεται ένα πολιτικό brand που συνδυάζει τον ακτιβισμό με την ενσυναίσθηση.
Η επικοινωνιακή του παρουσία κινήθηκε στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον πολιτικό και τον influencer, και ακριβώς εκεί βρήκε το κοινό του. Όχι τυχαία, η μεγαλύτερη απήχηση ήρθε από τους νέους, από ανθρώπους που δεν εμπιστεύονται πια την παραδοσιακή πολιτική γλώσσα. Ο τρόπος που μιλούσε, το χιούμορ του, η χρήση πολιτισμικών αναφορών από τη μουσική και την pop κουλτούρα, όλα αυτά δημιούργησαν ένα είδος “συναισθηματικής πολιτικής”, όπου η ταύτιση προηγείται της πειθούς.
Η επιτυχία του δεν είναι μόνο θέμα στρατηγικής, αλλά και ένδειξη μιας νέας πολιτικής πραγματικότητας. Οι πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Λονδίνο δεν είναι απλώς πολυπολιτισμικές, είναι και πολυμεσικές. Η δημόσια σφαίρα έχει μετακινηθεί στα timelines, και εκεί αναμετριούνται πλέον οι ταυτότητες, οι ιδέες, οι εικόνες. Ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης αξιοποίησε αυτή τη μετάβαση με τρόπο που λίγοι πολιτικοί έχουν καταφέρει: όχι επιφανειακά, αλλά ουσιαστικά, δημιουργώντας κοινότητα γύρω από την εικόνα του.
Πέρα από τη θρησκευτική του ταυτότητα, αυτό που καθιστά την εκλογή του ιστορική είναι ότι ενσάρκωσε ένα νέο μοντέλο πολιτικής επικοινωνίας. Ένα μοντέλο που δεν φοβάται τη συναισθηματική εγγύτητα, που αποδέχεται τη δύναμη των social media όχι ως απειλή, αλλά ως εργαλείο δημοκρατικής συμμετοχής. Θύμισε καλές εποχές πρωτοπόρου Ομπάμα. Στην εποχή των φίλτρων και της αποστασιοποίησης, η πιο ισχυρή εικόνα που μπορεί να προβάλει ένας ηγέτης είναι εκείνη του ανθρώπου που μοιάζει πραγματικός.
Εδώ δε σχολιάζουμε τις πολιτικές συνέπειες που θα εμφανιστούν και που ο ίδιος θα κριθεί από το σώμα που τον επέλεξε. Η επιτυχία του δεν οφείλεται μόνο στη θρησκεία του, ούτε μόνο στο προοδευτικό του πρόγραμμα, αλλά κυρίως στην ικανότητά του να «μεταφράσει» την πολιτική σε γλώσσα της εποχής. Σε έναν κόσμο που διψά για αυθεντικότητα, ο νέος δήμαρχος της Νέας Υόρκης απέδειξε ότι η πιο αποτελεσματική επικοινωνία είναι αυτή που δεν μοιάζει με επικοινωνία — είναι αυτή που μοιάζει με σχέση. Είναι αυτό που πάντα μου άρεσε να λέω. Δεν υπάρχει B2B. Ούτε καν Β2C. Μιλάμε για B2H. Το human... ό,τι κι αν περικλείει αυτό.
Η Αφροδίτη Κράβαρη είναι επικοινωνιολόγος με 3 master στα Digital Systems (Msc in Digital Systems, ΠΑΠΕΙ), την επικοινωνία (ΜΑ in Communication & Journalism, University of Cyprus) & το Δημόσιο λόγο & Digital Media (Msc in Public Discourse & Digital Media, University of Western Macedonia)