Η προχθεσινή οξεία επίθεση του πρωθυπουργού από του βήματος της Βουλής προς τον προκάτοχό του στο αξίωμα, Αλέξη Τσίπρα, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση κατά ενός προσώπου που, τυπικά τουλάχιστον, είναι εκτός πολιτικής επικαιρότητας και, το πιο περίεργο είναι ότι αυτή η επίθεση δεν ξένισε κανέναν! Λίγο αργότερα ο κ. Τσίπρας απάντησε με επίσης οξύ τόνο στον πρωθυπουργό. Από πού προέκυψε και πάλι στις μέρες μας αυτή η σύγκρουση του παρελθόντος;
Μνήμες, διλήμματα και πόλωση
Η νέα φάση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα τείνει να εξελιχθεί σε κεντρικό πολιτικό γεγονός, αναζωπυρώνοντας μνήμες, διλήμματα και πόλωση. Παρά τη σφοδρότητα των τόνων, σε αυτή τη σύγκρουση κρύβονται στρατηγικά οφέλη και για τις δύο πλευρές: ο κ. Μητσοτάκης ισχυροποιείται εσωτερικά και ο κ. Τσίπρας αναδεικνύεται ως η βασική, ισχυρή εναλλακτική στο πολιτικό τοπίο.
Από το βήμα της Βουλής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατηγόρησε τον Αλέξη Τσίπρα ότι επιχειρεί το περίφημο «rebranding» με στόχο να «ξεπλύνει» τον ρόλο του στον καταστροφικό χειρισμό του 2015, χαρακτηρίζοντας την πρωτοβουλία αυτή ως προσπάθεια «κάποιων κέντρων να γίνουν πρόθυμα πλυντήρια μιας από τις πιο μαύρες εποχές της πρόσφατης ιστορίας μας».
Η επίθεση αυτή δεν έγινε χωρίς λόγο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιλέγει να επανέλθει στο δίπολο «σταθερότητα έναντι απειλής» και προσφέρει στον εκλογέα ένα σαφές «μένουμε με μένα» ή «επιστρέφεις στο ρίσκο». Η ένταση με τον Αλέξη Τσίπρα αποτελεί εργαλείο για να κινητοποιήσει την παράταξη της ΝΔ, να ενισχύσει το κεντρικό αφήγημα της σταθερής διακυβέρνησης και να αναβαθμίσει την πολιτική του εικόνα ως ένας πολιτικός ηγέτης στον αντίποδα του προτύπου Τσίπρα, δηλαδή ως αντίδοτο και προασπιστή της πολιτικής σταθερότητας.
Στο επίκεντρο
Από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε σκληρά: χαρακτήρισε ως «το συντομότερο ανέκδοτο» τη δήλωση Μητσοτάκη ότι «τον πολεμάνε τα συμφέροντα». Υπογράμμισε ότι «να ξεπλυθεί ζητάει όποιος είναι λερωμένος. Εγώ, πάντως, δεν είμαι σίγουρα» και κάλεσε τον πρωθυπουργό να απαντήσει αν ισχύει το ίδιο και για αυτόν.
Η δημόσια αντιπαράθεση επανατοποθετεί τον πρώην πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικό αντίπαλο του σημερινού πρωθυπουργού. Ενώ πριν η συζήτηση αφορούσε απλώς την πρωθυπουργία, τώρα εμπλέκει την ηγεσία και την ίδια την ταυτότητα της Αριστεράς. Ο κ. Τσίπρας επιχειρεί με αυτό τον τρόπο να δημιουργήσει προϋποθέσεις επανένωσης ενός μέρους, ίσως του μεγαλύτερου της κεντροαριστεράς, να προσελκύσει αναποφάσιστους ψηφοφόρους και όσους βλέπουν πλέον τη ΝΔ ως μια κυβέρνηση που πρέπει να φύγει.
Η στρατηγική Μητσοτάκη
Ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου έχει κι αυτός τα δικά του οφέλη από αυτή την πολωτική αντιπαράθεση με τον προκάτοχό του, αφού του δίνει χώρο να επαναφέρει το δίλημμα: «σταθερότητα ή αναταραχή». Διευκολύνει την εικόνα μιας κυβέρνησης ενωμένης απέναντι στην επιστροφή ενός «βάρους» όπως σκιαγραφείται ο κ. Τσίπρας με βάση τα πεπραγμένα της πρωθυπουργίας του. Κατ’ επέκταση, μπορεί να επανασυσπειρώσει τη βάση της ΝΔ γύρω από την ηγεμονική μορφή του πρωθυπουργικού ρόλου.
Η σφοδρή σύγκρουσή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, επαναφέρει τον Αλέξη Τσίπρα στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής και τον μετατρέπει σε κύρια δυνητική εναλλακτική. Ουσιαστικά, η αντιπαράθεση του χαρίζει δημόσιο ρόλο αντιπάλου στον πρωθυπουργό, κάτι που κανένας άλλος πολιτικός αρχηγός δεν έχει καταφέρει ως τώρα, συνεπώς του προσφέρει την κύρια πλατφόρμα για την αναδιάταξη της Αριστεράς και της κεντροαριστεράς σε μια περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ ταλαιπωρείται από τις πολυεπίπεδες εσωτερικές του κρίσεις και τα άλλα κόμματα του χώρου ακολουθούν έναν δικό τους, χωρίς προοπτική δρόμο.
→ Διαβάστε επίσης: Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ: Τακτικοί ελιγμοί από το Μαξίμου και επιθετική τακτική από το ΠΑΣΟΚ
Στρατηγική επιλογή
Η δομή της σύγκρουσης μοιάζει να λειτουργεί «στρατηγικά»: ο Μητσοτάκης αναγκάζεται να αντιμετωπίσει έναν εχθρό με γνώση της διακυβέρνησης και προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο. Ο Τσίπρας, από την άλλη, επωφελείται διπλά: όχι μόνο επανέρχεται ως ηγετική μορφή της αντιπολίτευσης, αλλά κερδίζει και τον πολιτικό χρόνο για να ανασυνθέσει το δικό του πολιτικό χώρο υπό τη μορφή της «προοδευτικής ενότητας».
Ωστόσο, η προσπάθεια Τσίπρα είναι φιλόδοξη και αντιμετωπίζει αντικειμενικά εμπόδια: τον κατακερματισμό της Αριστεράς, την απαξίωση της πολιτικής γενικότερα και την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία της κυβέρνησης. Όμως, αν καταφέρει να μετατρέψει την αντιπαράθεση σε κίνημα ενότητας όχι προσωποπαγές, αλλά συλλογικής ανανέωσης, τότε ίσως μπορέσει να στεγάσει έστω ένα τμήμα της κεντροαριστεράς κάτω από ένα νέο πολιτικό φορέα με προοπτικές. Αυτό, με αναζωπύρωση της συζήτησης για ζητήματα διαφθοράς, δημοκρατίας, δικαιοσύνης και με υπόβαθρο την ισχυρή πολιτική αντίθεση στη Δεξιά, μπορεί να δημιουργήσει νέες πολιτικές δυναμικές.
Η αντιπαράθεση Μητσοτάκη–Τσίπρα δεν είναι μόνο πόλωση. Είναι στρατηγική επιλογή και των δυο. Ωστόσο, η πολιτική επικράτηση δεν κρίνεται μόνο από προσωρινές νίκες. Το κρίσιμο στοίχημα είναι αν η νέα αυτή σύγκρουση θα οδηγήσει σε ανακατατάξεις στο εκλογικό σώμα ή απλώς σε πολωτική αναμέτρηση μακριά από τα ενδιαφέροντα της κοινωνίας, συνεπώς χωρίς ουσιαστικές αλλαγές. Ο χρόνος και το εκλογικό σώμα θα το δείξουν.