Τα δείπνα που κατά καιρούς διοργανώνει η Λούκα Κατσέλη απασχόλησαν την επικαιρότητα προ ημερών, αλλά περισσότερο ως κοσμικό γεγονός και λιγότερο ως πολιτικό, αφού κοινή ήταν η διαπίστωση ότι αυτό που χρειάζεται ο χώρος της κεντροαριστεράς είναι λιγότερα και ισχυρότερα, όχι περισσότερα και ασθενέστερα κόμματα.
Έτσι, τα δείπνα εξαντλούνται στις ατέρμονες συζητήσεις για το «δέον γενέσθαι» και για τις γευστικές απολαύσεις της οικοδέσποινας, χωρίς να παραγάγουν απτά αποτελέσματα στην προσπάθεια αντιστροφής της πορείας κατακερματισμού της κεντροαριστεράς. Ακόμα και η «αόρατη υπόσχεση» για επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα ως επικεφαλής ενός (ακόμα) πολιτικού σχήματος, προσκρούει στις επιφυλάξεις του πρώην πρωθυπουργού που βλέπει πως το έδαφος δεν είναι γόνιμο, υπό τις παρούσες συνθήκες, για ένα τέτοιο εγχείρημα εκ μέρους του.
Πολυδιάσπαση
Πράγματι, καταδικασμένος στην πολυδιάσπαση δείχνει ο χώρος της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, καθώς οι διαφορετικές πορείες είναι κανόνας και η συμπόρευση ακραία εξαίρεση. Από προσπάθεια σε προσπάθεια, από συνεννόηση σε συνεννόηση προσπαθούσαν εδώ και πολλές μέρες να συνυπογράψουν το αίτημα για σύσταση προανακριτικής επιτροπής ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος και ο ομόλογός του της Νέας Αριστεράς, Αλέξης Χαρίτσης. Μια δειλή προσπάθεια συμπόρευσης έκαναν ο Στέφανος Κασσελάκης και η Ζωή Κωνσταντοπούλου και αμέσως έσπευσαν να πουν ότι αυτό είναι κάτι μεμονωμένο κι ότι μετά θα συνεχίσουν τη μοναχική τους πορεία.
Η Νέα Αριστερά του δημοσκοπικού 1,5% διασπάται με αντικείμενο τη συμπόρευση ή όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και ο Αλέξης Τσίπρας δεν αποφασίζει να ενεργοποιηθεί γιατί βλέπει πολλές δυσκολίες στο λεγόμενο «λαϊκό μέτωπο» των αριστερών δυνάμεων. Και βέβαια, πάνε χρόνια από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ προσκαλεί και ξαναπροσκαλεί το ΠΑΣΟΚ για δημιουργία μετώπου απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, αλλά η Χαριλάου Τρικούπη το αρνείται.
Περίοδος σύγχυσης
Ο πολιτικός χώρος της ελληνικής κεντροαριστεράς βιώνει την τελευταία δεκαετία μια παρατεταμένη περίοδο σύγχυσης, αποπροσανατολισμού και αλληλοσπαραγμού. Παρά τις ιστορικές καταβολές του και τις διακηρυγμένες προοδευτικές αρχές του, αδυνατεί να αρθρώσει ένα ενιαίο, πειστικό αφήγημα που να απευθύνεται με σαφήνεια στη σύγχρονη κοινωνία, κι αυτό τον οδηγεί στην κομματική πολυδιάσπαση. Τα πρόσφατα πολιτικά γεγονότα, από την αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του 2023 έως τις εσωτερικές αναταράξεις στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και την εμφάνιση νέων σχηματισμών όπως η Νέα Αριστερά, αναδεικνύουν τον βαθύ πολυκερματισμό και τις στρατηγικές ασυνεννοησίες στον χώρο.
ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά
Μετά την εκλογική του ήττα και την αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει απολέσει το ενοποιητικό του στοιχείο στο χώρο της Κεντροαριστεράς. Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη έφερε μαζί της υποσχέσεις για ανανέωση και «αμερικανικού τύπου» επαναπροσδιορισμό της πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα άνοιξε ένα ρήγμα αξιακής ταυτότητας και πολιτικής συνέχειας που έχει επιπτώσεις μέχρι τις μέρες μας. Πολλά ιστορικά στελέχη αποχώρησαν, καταγγέλλοντας έλλειμμα δημοκρατίας, προσωπική ηγεμονία και απουσία στρατηγικού βάθους.
Η δημιουργία της Νέας Αριστεράς από πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνει την τάση αποσάθρωσης. Αν και αυτή η πολιτική κίνηση δηλώνει πίστη στις αρχές της ριζοσπαστικής αριστεράς, ο αντίκτυπός της είναι προς το παρόν περιορισμένος, όπως δείχνουν όλες ανεξαιρέτως οι μετρήσεις. Το γεγονός όμως ότι γεννιούνται νέοι πολιτικοί οργανισμοί στον ίδιο ιδεολογικό χώρο, δείχνει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσει ως ενοποιητικός πόλος για την κεντροαριστερά.
Το ΠΑΣΟΚ
Από την άλλη το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη, επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει την κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ, πλην όμως ματαίως ως τώρα. Παρά την ελαφρά αύξηση της εκλογικής του δύναμης, παραμένει εγκλωβισμένο σε έναν ρόλο «εναλλακτικής πρότασης χωρίς αφήγημα». Οι παλινωδίες σε σημαντικά ζητήματα, όπως το δυστύχημα στα Τέμπη, το μεταναστευτικό και οι σχέσεις με τη Νέα Δημοκρατία, επιτείνουν την εικόνα πολιτικής ασάφειας. Το ΠΑΣΟΚ πασχίζει να ισορροπήσει μεταξύ της επιθυμίας για αυτονομία και της ανάγκης για συνεργασίες, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει με ποιους και με ποιο σχέδιο.
Τα Τέμπη
Το δυστύχημα στα Τέμπη, που συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία κι επανέρχεται στην επικαιρότητα με αφορμή τη δικογραφία για τον Κώστα Καραμανλή που διαβιβάστηκε στη Βουλή, ανέδειξε τις βαθύτερες πολιτικές αδυναμίες της κεντροαριστεράς. Ενώ υπήρξε αρχικά κοινός τόνος οργής και απαίτησης για λογοδοσία, στη συνέχεια καταγράφηκαν έντονες διαφωνίες τόσο ως προς την απόδοση ευθυνών όσο και ως προς την ανάγκη προανακριτικής επιτροπής, αφού κι εδώ το κάθε κόμμα ετοιμάζει το δικό του αίτημα!
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε την ανάγκη διαλεύκανσης με πολιτικές προεκτάσεις, αλλά φάνηκε αμήχανος να επιλέξει στόχευση. Το ΠΑΣΟΚ, με καθυστέρηση, ζήτησε την ενεργοποίηση θεσμικών μηχανισμών για πιθανές ευθύνες του πρώην υπουργού Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, προκαλώντας εσωτερικές εντάσεις και διαφοροποιήσεις. Η έλλειψη ενιαίας και συντονισμένης στάσης απέναντι σε ένα τόσο βαρύ πολιτικό και ηθικό ζήτημα αποκάλυψε για άλλη μία φορά τον Βαθύ εσωτερικό ανταγωνισμό και την αδυναμία της κεντροαριστεράς να εκπροσωπήσει τον θυμό και την αγωνία της κοινωνίας.
Η Πλεύση Ελευθερίας
Την ίδια ώρα μικρότερα σχήματα, όπως η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, που δημοσκοπικά έχει ήδη περάσει στη δεύτερη θέση, διεκδικούν αυξημένο ρόλο στο πολιτικό τοπίο της κεντροαριστεράς με ρητορική που συνδυάζει αντισυστημική στάση και πατριωτισμό. Παρότι έχουν ένα σταθερό κοινό, αδυνατούν να διαμορφώσουν πολιτικές συγκλίσεις με τα άλλα κόμματα του χώρου. Έτσι, η κατακερματισμένη εικόνα της κεντροαριστεράς εντείνεται, δίνοντας την εντύπωση μιας πολυφωνίας χωρίς συνέργεια.
Το κεντρικό πρόβλημα
Ο πυρήνας του προβλήματος της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οργανωτικός ή ηγετικός· είναι βαθιά ιδεολογικός. Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία, με την κλιματική κρίση, την ακρίβεια, τις γεωπολιτικές μετατοπίσεις και την κοινωνική ανασφάλεια, η ελληνική κεντροαριστερά δεν έχει αρθρώσει μια σύγχρονη, εναλλακτική και κυρίως πειστική πρόταση εξουσίας. Οι βασικές της έννοιες —κοινωνική δικαιοσύνη, δημόσιο συμφέρον, συλλογικότητα— παραμένουν αόριστες ή κενές περιεχομένου, όταν δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένες πολιτικές που να συνεγείρουν τους πολίτες.
Παράλληλα, η αδυναμία της να διαμορφώσει κοινό μέτωπο απέναντι στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη ενισχύει την κυριαρχία της κεντροδεξιάς. Η απουσία συντονισμού και ο ανταγωνισμός για την «πρωτοκαθεδρία της αντιπολίτευσης» οδηγεί στην αλληλοεξουδετέρωση. Ο προοδευτικός κόσμος παρακολουθεί έναν διαρκή διάλογο κωφών που καταλήγει σε πολιτική ακινησία.
Αν ο χώρος της κεντροαριστεράς επιθυμεί να αποκτήσει πολιτικό νόημα και να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην τεχνοκρατική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, οφείλει να αναστοχαστεί το ρόλο του: Να προχωρήσει σε προγραμματική σύγκλιση, όχι με όρους άθροισης ποσοστών, αλλά με βάση κοινές αρχές, προτεραιότητες και στρατηγική.
→ Διαβάστε επίσης: Ελληνοτουρκικά: Οι διπλωματικές σχέσεις υπό το φως των νέων γεωπολιτικών ισορροπιών
Το ζητούμενο
Το ζητούμενο δεν είναι η επιστροφή σε ένα παλιό ΠΑΣΟΚ ή η αναπαλαίωση ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν υπάρχει πια. Είναι η διαμόρφωση ενός νέου, αξιόπιστου, κοινωνικά γειωμένου προοδευτικού πόλου, που να μιλά τη γλώσσα των νέων, των εργαζομένων, της επισφαλούς μεσαίας τάξης, και να προσφέρει εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
Σε μια εποχή κρίσης θεσμών, κοινωνικής κόπωσης και πολιτικής απογοήτευσης, η κεντροαριστερά έχει ιστορικό χρέος να ξαναβρεί τον εαυτό της. Αλλιώς θα παραμένει ένα μωσαϊκό κομμάτων που μεταξύ τους διαφωνούν σε όλα, εκτός από την κοινή τους αδυναμία να πείσουν.-